Γύρισε στο καταφύγιο της ψυχής του. Στην καλύβα του περιτριγυρισμένη απο το όμορφο δάσος με τις δροσερές φτέρες. Κάθησε στην ξύλινη του πολυθρόνα, ιδιοκατασκευή του συγχωρεμένου του παππού, που έχασε απο πνευμονία στα 40 μόλις, τόσο πρόωρα, ο καλός του πατέρας. Ήταν στα πέντε, μωρό σχεδόν ακόμα που ορφάνεψε με μάνα αδερφή κι αδερφό.
Η πολυθρόνα ήταν στρωμένη με μια λευκή βελέντζα που μοσχομύριζε δεντρολίβανο και λεβάντα, απο το παλιό σαπούνι που χρησιμόποιηθηκε για το πλύσιμο της.Κάποιες φορές έτριζε, ένας ασήμαντος θόρυβος που όμως συγχρόνως τόσο σημαντικός, ενθύμιο μιας άλλης εποχής, πιο ρομαντικής και παλιακιάς, αν υπάρχει αυτή η λέξη ακόμα στις μέρες μας. Ένας ήχος που μόνο παράταιρος δεν ήταν με την ψυχοσύνθεση και την ηρεμία της ψυχούλας του εκείνη τη στιγμή.
Μπροστά στο τζάκι κάθησε, να σκεφθεί και να γράψει. Μα χαρτί δεν είχε, ούτε μολύβι ή πένα. Χρόνια τώρα έγραφε το "μυθιστόρημα" του μέσα στο μικρό μυαλό του, στο κεφάλι του γεμάτο απο την ουσία των αναμνήσεων, απο θύμησες χρυσές που νοσταλγούσε σφόδρα πια... Δεν τον απασχολούσε η καταγραφή τους σε χαρτί, όσο το βίωμα και η ανάταση της ψυχής του, μέσα απο την νοσταλγία ή απο την πραγματική ζωή των σπουδαίων στιγμών. Και ήταν πολλές. Ακόμα και αν μέσα τους υπήρχαν και οι θλιμμένες, ήταν τόσο "σπουδαίες", όπότε και πέρα απο όλα κυρίαρχες και ουσιώδεις.
Κοιτούσε ατελείωτες ώρες το πανοραμικό τζάκι. Ήταν "κάτι σαν τηλεόραση" γι' αυτόν , με την καλή έννοια. Η συντροφιά του η πραγματική, αντίδοτο στο αδιέξοδο της μοναξιας που ένιωθε ώρες ώρες εκεί. Το ράδιο και η τηλεόραση που είχε σε μια γωνιά της κάμαρας του, ήταν πάντα κλειστά, σχεδόν ασήμαντα, κειμήλια κι αυτά μιας άλλης εποχής. Δεν τα χρησιμοποιούσε πιά, ίσως λίγο μόνο το ράδιο για να ακούσει στις παλιές του κασσέτες, τραγούδια αγαπημένα. Και είχε πολλά. Τραγούδια που κάποτε χλεύαζαν οι φίλοι του, τραγούδια που σίγουρα σνόμπαραν οι μεσήλικες γονείς και συγγενείς του, της προηγούμενης γενιάς. Άσχετα που κάποια στιγμή, μετά απο χρόνια αναθεώρησαν...
"Είχες δίκιο γι' αυτόν", του έλεγαν.
- "Κι ας έχει μακριά μαλλιά... λαικός και αυθεντικός είναι..."
"Είχες δίκιο γι' αυτόν", του έλεγαν.
- "Κι ας έχει μακριά μαλλιά... λαικός και αυθεντικός είναι..."
Όλα μέσα του αποκτούσαν νόημα, όταν άναβε με το μικρό σπίρτο εκείνα τα προσανάμματα απο τις παλέτες που του έφερνε ο πατέρας απο το παλιό μαγαζί... "Tinder sticks", που με τη σειρά τους έβαζαν φωτιά σε πιο χοντρά κλαδιά και αυτά σαν σε πύρινη αλυσίδα πυροδοτούσαν τις φλογερές οξιές, η φλόγα των οποίων θα έκαιγε τους χοντρούς μεσέδες ή τις καρυδιές. Σαν τη μουσική του Stuart Staples, όλα έλαμπαν και σπινθήριζαν την ζωή. Κάπου ανάμεσα έκαιγε ελιές και αμυγδαλιές, όταν κλάδευε το κτήμα που τόσο αγαπούσε αυτός και ο πατέρας του...
Και κάποτε σταματούσε τις σκέψεις για να προσευχηθεί. Να κάνει τρεις ευχές κι ας μην ήταν σίγουρος για το αποτέλεσμα. Πάντως να προσπαθήσει. Γιατί προσπαθούσε ακόμα για όλα όσα ονειρεύονταν σφόδρα τα κρύα εκείνα βράδια...Και τον 'πιάναν τα κλάματα. Και κρύωνε στην ξύλινη του πολυθρόνα ξεσκέπαστος απο όνειρα και κουβέρτα, ξεσκέπαστος απο ελπίδα για το θαύμα...
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Οι φτέρες και οι ψυχές...»
Και κάποτε σταματούσε τις σκέψεις για να προσευχηθεί. Να κάνει τρεις ευχές κι ας μην ήταν σίγουρος για το αποτέλεσμα. Πάντως να προσπαθήσει. Γιατί προσπαθούσε ακόμα για όλα όσα ονειρεύονταν σφόδρα τα κρύα εκείνα βράδια...Και τον 'πιάναν τα κλάματα. Και κρύωνε στην ξύλινη του πολυθρόνα ξεσκέπαστος απο όνειρα και κουβέρτα, ξεσκέπαστος απο ελπίδα για το θαύμα...
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Οι φτέρες και οι ψυχές...»
Τρεις ευχές
Τη μια πετώ στον ουρανό
και παίζω με τα κύματα
Την άλλη πέφτω στο βυθό
με πνίγουν τα προβλήματα
Αναστενάζω τις γιορτές
διαβάζω όλα τα γράμματα
Και πέφτω πάνω στις φωτιές
Ελπίζοντας σε θαύματα
Εεεε.... Δε θα με πιάσουνε
Αααα... Πάλι τα κλάματα
Τη μια μεθώ με προσευχές
Γι αγάπες που περάσανε
Την άλλη κάνω τρεις ευχές
γι αυτούς που με ξεχάσανε
Παραμιλώ, παρανοώ, παραπατώ στο δρόμο μου
Σαν το σουγιά καρφώνεται
η μοναξιά στον ώμο μου
Εεεε... Δε θα με πιάσουνε
Αααα... πάλι τα κλάματα...
Την πρώτη μέρα ξύπνησα
χωρίς φωνή στο στόμα μου
Τη δεύτερη ξαγρύπνησα
Και φίλησα το χώμα μου
Την τρίτη το κατάλαβα
πως νέρωσε το αίμα μου
Την τέταρτη μετάλαβα
και πέταξα το στέμμα μου
Εεεε... κι έτσι γεννήθηκε
Αααα... Το πρώτο ψέμα μου
Εεεε... Δε θα με πιάσουνε
Αααα... πάλι τα κλάματα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου