Έτσι αγαπάνε οι ποιητές...

.

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Οι ονειροπόλοι...υπάρχουν ακόμα.

 

Οι Ονειροπόλοι.

Σε ποίηση Γιώργου Μυλωνογιάννη

Νικημένοι... Και όμως δεν δώσαμε μάχη
μήτε καν στον ορίζοντα φάνηκ' εχθρός,
ενώ θα πρεπε νά 'μαστε πάντοτε μπρος,
σε σκιές και σε φάσματα στρέφουμε ράχη...

Η δειλία χαράζει το κάθε μας βήμα
κι όλοι ζούμε με τ' όνειρο κάποιας φυγής,
μας πειράζει στα μάτια το φως της αυγής,
τραγουδάμε το χάρο, ποθούμε το μνήμα.

Μεθυσμένοι... Χωρίς ούτε στάλα να πιούμε,
τη φωτιά μας δε σβήνει κανένα πιοτό,
θα 'ρθει ώρα να βρούμε τη λήθη σ' αυτό,
τώρα όμως δεν ξέρω και μεις τι ζητούμε...

Στο μεθύσι μας πάνω πιστεύουμ' αλήθεια
ότι γίναμε κι όλας καινούριοι Θεοί,
τη ζωήν, ως τη ζουνε οι άλλοι θνητοί
τη χλευάζουμε σαν μια χυδαία συνήθεια...

Γελασμένοι... Δεν το 'χαμε πριν καταλάβει,
πως μια μέρα θα 'ρχόταν αυτός ο καιρός,
που κι ο ύστατος φίλος θα ήταν νεκρός...
Η ζωή δεν προσφέρει, ζητάει να λάβει.

Διαρκώς αυταπάτες και πάντα στο χέρι
λίγα πούπουλα, θύμηση μόνο σκληρή
της χαράς που πετάει και φεύγει ιλαρή
στον ορίζοντα πέρα, λευκό περιστέρι...

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Η μεγάλη μουσική...

Η μεγαλή μουσική με αναγεννά,
με κάνει να σκέφτομαι πράγματα δίκαια για όλους`
να κυκλώνω την αγάπη απο ύψη δυσθώρητα
να θωρώ την σιωπή απο τα τάρταρα της θλίψης
και καθώς με συγκινεί η φράση
"...μόλις γνώρισα μία κοπέλα που νόμιζε πως μπορούμε να πετάξουμε..."
αναρωτιέμαι για τα αναπάντητα ερωτήματα,
την αρρωστημένη συνύπαρξη των παντρεμένων
και την μεγαλειώδη δημιουργία των παιδιών τους,
των υπέροχων`
όλα αναδιπλώνονται και αναμορφώνονται,
όλα είναι ένας φίλος σαν τον Κωνσταντίνο Βροχοποιό
που με αγαπά για αυτό που είμαι
για αυτό που ποτέ δεν θα μάθω ότι είμαι
για αυτό που ποτέ δεν θα γίνω, 
το άσχημο ή το ομορφότερο,
για όλα όσα δεν θα μάθω και δεν θα προλάβω να δω
κι ας είναι τόσα
ο φίλος δεν πειράζει θα πει,
γιατί με αγαπά
γιατί με νιώθει
γιατί κάποια στιγμή 
θα αισθανθεί τη μεγάλη μουσική
που κατέκλυσε το είναι του
το είναι μου,
το είναι σου,
καλέ μου ακροατή.


Εσύ στον ουρανό, εγώ στο χώμα.
Μα και οι δυο στη γή, στον ίδιο πλανήτη, στον ίδιο Θεό. 
Ας γνωριστούμε καλύτερα διαμέσου της μεγάλης μουσικής μας.
Κανένα σύννεφο ανάμεσα στις καρδιές μας.







Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Κυρά των Χριστουγέννων...

Απόψε που η κυρά μου αρρώστησε
την φροντίζω και την αγαπώ όπως τις μεγάλες μας στιγμές
που όλα ήταν ένα γλυκό παραμύθι
που ολα ήταν ξένα απ' την κούραση και τις τριβές...

Απόψε που η κυρά μου, μου μίλησε
που μ' άκουσε και με κατάλαβε αληθινά
όλα μέσα μου άλλαξαν σε χρώμα
και το γκρίζο απ' τα σωθικά, έφυγε παντοτινά...

Απόψε που Χριστούγεννα θα ξημερώσει
είμαι ελεύθερος όσο μου αρκεί
και κάτι μέσα μου λέει πως δε θα τελειώσει
η αγάπη που μου μου 'μαθε η γυναίκα αυτή... 

 "Κυρά δε βρήκα μουσική που να σου άξιζε..."




Στίχοι: Χρήστος Θηβαίος
Μουσική: Χρήστος Θηβαίος
Πρώτη εκτέλεση: Χρήστος Θηβαίος & Emilia Ottaviano ( Ντουέτο )

Κάποιοι φιλήσανε τον Ιούδα εκεί στο μέτωπο
κι άλλοι ψαρέψανε ουρανό σε ένα πηγάδι
άλλοι κρεμάσαν σα δικτάτορα ένα φυλαχτό
στις φυλακές πάντα ονειρεύονται το βράδυ

Κάναμε έκτρωση σε ό,τι αθώο μας απέμεινε
κι εσύ συνέλαβες με ένα άρωμα τυχαίο
μα τα τριαντάφυλλα που σου έστειλα λίγο έλειψε
χαράματα να σκοτωθούν σε ένα τροχαίο

Όσο αξίζει μια γρατζουνιά απ' την ανάσα σου
δεν αξίζουν θεωρίες μιας ζωής
γυναίκα αν έχω κάνει λάθος συγχώρα με
γυναίκα αν είμαι σωστός μη μου το πεις

Κάποια πατρίδα τα χείλη μου τα φίλησε
φτηνά και με έσπρωξε γελώντας προς τη μάχη
κι όσοι της δώσαν το κορμί τους για παράσημο
αυτή έναν τάφο τους κάρφωσε στη ράχη

Όσα θηρία με ζυγώσανε τους έφτασε
να χορτάσουν μοναχά με τη στολή μου
μα οι άνθρωποι μ' άφησαν ήσυχο σαν έμαθαν
πως γυάλιζα ένα πολυβόλο στην αυλή μου

Όσο αξίζει...

θυμάμαι κάποτε στα μάτια σου κυνήγησα
τον εαυτό μου με ένα μαχαίρι της κουζίνας
μα μόνο η τρέλα, μόνο η τρέλα μου με ξέπλυνε
σαν καταρράκτης απ' το αμάρτημα της φτήνιας

Κι έτσι του κόσμου τα μπαλκόνια ερωτεύτηκα
αυτά που αγγίζουνε το βλέμμα με το στόμα
μα δε ξεχνάω τα υπόγεια που κυλίστηκα
γι' αυτό η φτέρνα μου έχει δέσει με το χώμα

Όσο αξίζει...

Απόψε πότισα τις ρίζες που ονειρεύτηκες
και τους καρπούς που εγκυμονούσε η τροχιά σου
κυρά, δε βρήκα μουσική που να σου άξιζε
πόνος στη γέννα προσκυνώ την αρχοντιά σου

Θα χαραμίσω τη ζωή μου περιμένοντας
να 'ναι πολύ αργά για να τη διορθώσω
και στα ρουθούνια του ουρανού θα μπω ουρλιάζοντας
τη μύτη του πριν ξεψυχήσω να ματώσω.


Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Στιγμές...



Στίχοι: Παντελής Ροδοστόγλου
Μουσική: Διάφανα Κρίνα

Ποιος να σε βάφτισε στης Στύγας τα νερά
κι έτσι αμίλητη στον κόσμο υποφέρεις
δυσεύρετο αίνιγμα γεμάτο μυστικά
κατάγομαι απ' τη λύπη σου, το ξέρεις.

Έλα κοντά μου να σου πλύνω τα μαλλιά
μ' αμφίβια μύρα και νερό απ' την Παλαιστίνη
Θεέ μου τι λέω, πώς επέστρεψε αυτή η μνήμη
σαν ένα πλοίο με τα φώτα του σβηστά.

Πες μου τι ψάχνουμε σ' αυτή την συμφορά
όλα λιγόστεψαν, κανείς δεν έχει μείνει
και η αγάπη μας ένα μικρό δελφίνι
που ξεμακραίνει λαβωμένο στ' ανοιχτά.

Στυφή αρμύρα πάει να πιει
και πίκρα των κυμάτων
και κουβαλάει στη ράχη του
στιγμές μικρών θανάτων.

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Θέλω απλά...

Θέλω απλά να ζήσω,
να ζήσω απλά,
αν είναι δυνατόν να ζήσω δυνατά και πολύ`
θέλω να δω τους πιο μακρινούς βιότοπους στην Αφρική
εκεί που βρίσκουν καταφύγιο τα μεταναστευτικά πουλιά που με μαγεύουν,
- σίγουρα είναι θεός που τα έφτιαξε -
και θέλω να δω και όλα τα υπέροχα βουνά του κόσμου`
σαν τα ελληνικά, 
τα Κρούσσια, το Μπέλες, το Παγγαίο, το Μενοίκιο, τον Βερτίσκο, το Πάικο, το Φαλακρό, τον Χολομώντα, τα Κερδύλια, τον Όλυμπο, τη Τζένα, τον Χορτιάτη, τον Γράμμο,
την..., τον..., 
ξανά και ξανά,
να κάνω διασχίσεις και κυνήγια ονειρεμένα
να μείνω στην καλύβα της αγάπης δίχως πολλές από τις σύγχρονες ανέσεις
μα να μείνω απόλυτα ευτυχής όσο θα είμαι μέσα της`

θέλω να μπω στις εναλλακτικές καλλιέργειες
και πιο βαθιά να μπω στην αγροτιά και την κτηνοτροφία
να πιάνω το χώμα και το χώμα να με χαϊδεύει
να βρίσκω την πηγή και η πηγή να με ξεδιψά
να νιώθω την πίστη του θείου και της φύσης και την πεμπτουσία της οικολογίας
κι ας μη πηγαίνω συχνά στην εκκλησία
ας γίνει η απαρχή να μονιάσουν μέσα μου
όλα όσα με κρατούν στα άκρα`

θέλω να μπω σε ένα κόκκινο καράβι
μέσα σε μια γαλάζια θάλασσα
με έναν κατακίτρινο ήλιο να με ζεσταίνει
με φόντο τα βασικά χρώματα
τις βασικές αρχές και ιδέες
καθώς θα συνομιλώ στο κατάστρωμα με συνταξιδιώτες
τους πιο μεγάλους και σπουδαίους ποιητές
τους πιο περίεργους ποιητές
τους πιο φευγάτους σαν και μένα
και τους πιο καλούς μουσικούς που θα με συντροφεύουν
με τις απόκοσμες νότες και την αλληλουχία τους`

θέλω να βρω στιγμές και στιγμές
να ρουφήξω όλο το μεδούλι απ' το ταξίδι τους
να κρατήσω όλη την ομορφιά του
μαζί με τα παιδάκια μου
να ζήσω
σε μια καλύβα της αγάπης
χωρίς πολιτισμό
χωρίς εφορίες και καυσαέριο
χωρίς χαράτσια και κοινόχρηστα
χωρίς λυπημένους ανθρώπους τριγύρω
χωρίς πισώπλατα χτυπήματα στο κεφάλι
που με πονούν ακόμα
που με θλίβουν βαθιά
χωρίς έλλειψη αγάπης ούτε ένα λεπτό
χωρίς καμία επαφή με την σκληρή και απάνθρωπη πόλη
- όλα τόσο κοινότυπα, τόσο γνωστά -
μα έτσι πρέπει να είναι η σιωπή
να αλυχτά, να ουρλιάζει, να αλαλάζει, να κυλά.

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Για τον συνονόματο...

 Έχω κάποιους λίγους συναδέλφους που εκτιμώ και που κρέμομαι από τα χείλη τους. Ένας από αυτούς, είναι ο συνονόματος. Που έχει να πει πολλά, γιατί απλά έχει σκεφθεί πολλά. Και που έχει συσκεφθεί με το είναι του, τον απλό του ευατό. Γνωρίζει καλά τους νόμους και τα δρώμενα επειδή είναι επιμελής μελετητής, επειδή νοιάζεται για τον χαμένο σεβασμό των συνανθρώπων του, επειδή έχει και κατέχει απλώς,  ευαισθησίες σπουδαίες ακόμα. Για μένα δεν μπορώ να πω, είμαι ακόμα εγκλωβισμένος στα προβλήματα μου, στην καθημερινότητα και στα αγροτικά μου, στα κωλύματα της αποκεντρωμένης μας, ακριβής διαβίωσης. Δεν είμαι κανένας σπουδαίος, ούτε θα γίνω και ποτέ... Απλό κομμάτι της σύγχρονης πόλης που γεννήθηκα μα μίσησα είμαι. Όμως γνωρίζω πια τι θέλω. Και σε αυτό που θέλω, δεν μπορώ παρά να έχω συμμάχους ανθρώπους σαν τον συνονόματο. Ακέραιους και ρομαντικούς. Ευαίσθητους και ενίοτε δικαίως και σκληρά σκεπτόμενους. Μα πάνω απ' όλα ειλικρινείς. Τους άλλους τους ξερόλες και χαζοχαρούμενους καβάντζες τους βαρέθηκα. Καθώς και τους ψυχοπαθείς και κατ' επίφαση καλούς. Τους ανίδεους και επικίνδυνα αδιάφορους, τους καβαντζοτρελιάρηδες που πια δεν αλληλεπιδρούν με τον ανθρώπινο παράγοντα και την πραγματικότητα, τον άνθρωπο της γειτονιάς, της διπλανής πόρτας, της απλής και συνάμα δύσκολης ζωής. Τους βαρέθηκα και οι μάσκες τους πια έχουν πέσει στα τάρταρα, στα γκρέμια της χαμένης τους ντροπής.

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

Ακρωτηριασμένα όνειρα...

 Κρυφά όνειρα. Τόσο κρυμμένα βαθιά μας όσο και σφοδρώς ποθητά. Τα έζησα μέρες πολλές με τις λαμπερές αισιόδοξες αχτίδες του ήλιου, τα έκλαψα άλλες νύχτες με την μαύρη πλερέζα των σύγχρονων μετρολάγνων, νύχτες άλλοτε κρύες σαν την σημερινή. Κι αν το κρύο δεν τρυπά ακόμα κόκκαλα και το σώμα αντέχει, είναι κρύα η ψυχή πια. Τα όνειρα ακρωτηριάσθηκαν τόσο βίαια.


 Κρυφά όνειρα. Σαν το κρυφό gig των James στον Ξαρχάκο και το προσκλητήριο σάλπισμα τους στον Λευκό Πύργο. Όλα άλλαξαν πια.O Τim Booth  είπε στον "Ξαρχάκο" πως είναι απλά άρρωστο που κάποιοι δεν βρίσκονται ήδη στη φυλακή. Πως απλά είμαστε οι πρώτοι. Και πως σίγουρα δεν θα είμαστε μόνοι.

 Προσπαθεί να δώσει ελπίδα σε μια πόλη που από καιρό πια έχει πεθάνει..

 Σε μια χώρα που θα πληρώνει για πάντα την επιπολαιότητα και την αδιαφορία των πολιτικών "ηγετών" που πέρασαν και μας φέρθηκαν τουλάχιστον άδικα, αν όχι προδοτικά.

 Την επόμενη μέρα από αυτήν που  έλαβε χώρα το κρυφό σαρανταπεντάλεπτο των james για το οποίο τότε δεν ήξερα, βρέθηκα στο ψυχοπλακωτικό Ιβανόφειο για μια συναυλία με χορό και αγάπη. Με hit-άκια αλλά και B-sides. Με την ανάμνηση των κρυφών ονείρων. Με την ελπίδα ζωντανή. 

Σήμερα λοιπόν, το αίμα από τον ακρωτηριασμό θα το σκουπίσω με τραγούδια των james. Έτσι για να αφήσω την μουσική να μας οδηγεί στην ελπίδα. Έστω κι αν φαντάζει ματαίως ψεύτικη πια...

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Στην άγρα των μεγάλων στιγμών...

Άγρα, θήρα, κυνηγέσιον


* Οι Ελληνες ήταν εξοικειωμένοι με την πανίδα του τόπου και με την παρατήρηση είχαν αποκτήσει ακριβή γνώση των συνηθειών των πουλιών και των ζώων.


Αγρα, θήρα, κυνηγέσιον

Επάνω αριστερά: Κυνηγός μαζί με τον σκύλο του επιστρέφει από το κυνήγι φορτωμένος με τα θηράματά του, έναν λαγό και μια αλεπού, κρεμασμένα από ένα ραβδί που μεταφέρει στον ώμο του. Εσωτερικό αττικής κύλικας των μέσων του 6ου αιώνα π.X., Βρετανικό Μουσείο. Επάνω δεξιά: Νεαρός κυνηγός με κυνηγετική αμφίεση και κυνηγετικό οπλισμό (ακόντια, ρόπαλο και ξίφος) συνοδευόμενος από τον σκύλο του. Αττική λήκυθος, περί το 470 π.X., Μουσείο Καλών Τεχνών Βοστώνης

 
  Σε πανάρχαιες εποχές η ζωή των ανθρώπων βασιζόταν κατά πολύ στο κυνήγι για την εξεύρεση τροφής, την εξολόθρευση θηρίων επικίνδυνων για τους ανθρώπους, τα ζώα και τις καλλιέργειες ή και για την προμήθεια δερμάτων για την ένδυση και οστών για την κατασκευή εργαλείων. Στα ιστορικά χρόνια όμως το κυνήγι αποτελούσε για τους Ελληνες προσφιλέστατη ψυχαγωγική απασχόληση, η οποία στη συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων εξυψώνεται από τα μυθικά κυνήγια των ηρώων, που, επιδεικνύοντας τόλμη και σωφροσύνη και αξιοποιώντας τις εξαιρετικές τους ικανότητες, εξόντωσαν τέρατα και θηρία συχνά με όπλα πρωτόγονα, όπως το ρόπαλο του Ηρακλή, και πραγματοποίησαν κυνηγετικούς άθλους. Αυτή η μυθική παράδοση των ηρωικών κυνηγιών, όπως του Καλυδώνιου κάπρου και του λιονταριού της Νεμέας, αποτέλεσε προσφιλές θέμα για την αρχαία τέχνη, που με κάθε της μορφή ύμνησε τα κατορθώματα αυτά, τα οποία, αναμφιβόλως, συγκινούσαν τους αποδέκτες της και απηχούν τα κυνήγια άγριων ζώων της μυκηναϊκής εποχής. 
  Τέτοια ήταν η εκτίμηση των αρχαίων Ελλήνων για το κυνήγι και τα κυνηγετικά σκυλιά, ώστε τα θεωρούσαν θεϊκά δημιουργήματα του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος. Ο Απόλλων για την κυνηγετική του ιδιότητα είχε το προσωνύμιο Αγραίος (θεός της άγρας) και ναός του υπήρχε στα Μέγαρα. H Αρτεμις ονομάζεται και Κυνηγέτις ή Αγροτέρα. Ιερό της Αρτέμιδος Αγροτέρας υπήρχε στην Αττική, εκεί όπου λεγόταν ότι πρωτοκυνήγησε ερχόμενη από τη Δήλο. Αλλά και ο Πάνας, με το επίθετο Αγρότης, είναι προστάτης των κυνηγών και σε αυτόν αναφέρεται ότι κάποιος αφιέρωσε το κυνηγετικό του δίχτυ, το ρόπαλο και το τόξο του, την κυνακτή (περιλαίμιο) του σκύλου του και τα πόδια του κάπρου που σκότωσε, ως ευχαριστία και ως προσφορά για μελλοντική ευαγρία. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Απόλλων και η Αρτεμις πρόσφεραν τα δημιουργήματα αυτά στον κένταυρο Χείρωνα, ως αναγνώριση για τη δικαιοσύνη που τον χαρακτήριζε. Ο Χείρων εκτίμησε ιδιαίτερα την τιμή αυτή και, ως παιδαγωγός που ήταν, δίδαξε τη θεία τέχνη του κυνηγιού στους λαμπρούς ήρωες μαθητές του. Χάρη σε αυτήν, κατά τον Ξενοφώντα, ήρωες σαν τον Θησέα, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, τον Αχιλλέα, τον Ασκληπιό, τον Διομήδη, τον Μελέαγρο, τον Οδυσσέα και άλλους, απέκτησαν ξεχωριστές αρετές, κέρδισαν την εύνοια των θεών και άφησαν πίσω τους ένδοξη ιστορία. Ο Περσέας δίδαξε στους ανθρώπους το κυνήγι πεζή, ο Κάστωρ το έφιππο και ο Πολυδεύκης το κυνήγι με τη χρήση σκύλων, που τόσο αγαπητό έγινε, ώστε η θήρα επικράτησε, από το κύνας άγω, να λέγεται κυνήγι.
* Ο βοηθός του κυνηγού 
 
  Ο σκύλος ήταν ο κυριότερος σύντροφος και βοηθός του κυνηγού, ιδιαίτερα στο κυνήγι του λαγού. Στην αρχαιότητα υπήρχαν πολλά είδη θηρευτικών κυνών, τα οποία οι κυνηγοί εξέτρεφαν και γύμναζαν με επιμέλεια, μεριμνώντας και για τη διατήρηση της καθαρότητας της φυλής τους. Αποτελεσματικότερα θεωρούσαν τα θηλυκά. Φημισμένα ήταν τα λακωνικά κυνηγόσκυλα, για τα οποία λεγόταν ότι είχαν προέλθει από διασταύρωση με αλεπού. Από το ότι ήταν ιδανικά για το κυνήγι λαγού ή από τον τόπο καταγωγής τους λέγεται ότι προήλθε η λέξη λαγωνικό. Ενα θαυμαστό μυθικό σκυλί ήταν η Λαίλαψ, δώρο της Αρτέμιδος προς την Πρόκριν, το οποίο έβαλαν οι Θηβαίοι να εξοντώσει ένα άλλο θεϊκό ζώο, την τρομερή αλεπού του Τευμησσού, η οποία, σταλμένη από τον Δία ως τιμωρία των Θηβαίων, κατέστρεφε την περιοχή και κατασπάρασσε ένα παιδί τον μήνα. H Τευμησσία αλώπηξ έτρεχε με τρομερή ταχύτητα και η Λαίλαψ το ίδιο, καταδίωξε την αλεπού και τα δύο υπερφυσικά ζώα άρχισαν να τρέχουν και να τρέχουν χωρίς σταματημό μέσα στα δάση του Τευμησσού, ώσπου ο Δίας, για να τερματίσει την αέναη καταδίωξη, τα πέτρωσε.
Λόγω του πλούτου και της ποικιλίας των θηραμάτων στον ελλαδικό χώρο το κυνήγι είχε αναπτυχθεί σε όλες τις εποχές και όλες τις περιοχές. Τα θηράματα και εν πολλοίς και τα όπλα και τα άλλα μέσα που χρησιμοποιούσαν παρέμειναν ίδια επί χιλιετίες. Κυνηγούσαν αγριόχοιρους, ελάφια, λύγκες, λιοντάρια, αρκούδες και άλλα, αλλά κυρίως πουλιά και λαγούς, οι οποίοι υπήρχαν σε μεγάλη αφθονία ακόμη και μέσα στις πόλεις. Οι Ελληνες ήταν εξοικειωμένοι με την πανίδα του τόπου και με την παρατήρηση είχαν αποκτήσει ακριβή γνώση των συνηθειών των πουλιών και των ζώων. H ορνιθοθηρευτική ή ιξευτική, το κυνήγι δηλαδή των πουλιών, αφορούσε πάμπολλα είδη, των οποίων πολλά ονόματα διατηρούνται και σήμερα, όπως κίχλαι (τσίχλες), πέρδικες, κόσσυφοι (κοτσύφια), περιστεραί, φάτται (φάσσες), κίσσαι, τρυγόνες, σπίνοι, όρτυγες (ορτύκια), νήσσαι άγριαι (αγριόπαπιες).
* H τεχνολογία της εποχής 
 
  Τα μέσα και τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούσαν οι κυνηγοί ποικίλλουν ανάλογα με το είδος του θηράματος, το έδαφος και την τεχνολογία της εποχής. Χρησιμοποιούσαν τόξα, ακόντια, δόρατα, σφενδόνες, αλλά και ρόπαλα, ράβδους - όπως ήταν τα λεγόμενα λαγωβόλα - τρίαινες, μάχαιρες, πελέκεις ή και πέτρες. Εκτός από τα όπλα, για τη σύλληψη και τον φόνο των ζώων χρησιμοποιούσαν διαφόρων ειδών παγίδες - όπως τον ιξό, τη σημερινή (ι)ξόβεργα - και λάκκους, ποικιλία διχτυών και βρόχων, αλλά και κράχτες και δολώματα, ακόμη και παραλλαγή, ώστε να πλησιάζουν τα θηράματα χωρίς να γίνονται αντιληπτοί.
* Εντυπωσιακές περιγραφές 
 
  Τα δίχτυα, τα οποία απλώνονταν στην ύπαιθρο για τη σύλληψη των θηραμάτων που οδηγούνταν προς αυτά από τα σκυλιά, αποτελούσαν περίτεχνες κατασκευές, διαφορετικού μεγέθους, σχήματος και αντοχής για κάθε είδος θηράματος και ονομάζονταν αναλόγως ενόδια, άρκυες, πάναγρα ή δίκτυα θηρευτικά. Επρεπε να είναι ισχυρά, ώστε να μην τα σκίζει το θήραμα, ελαφρά, αφού κάθε φορά μεταφέρονταν από και προς τον τόπο κυνηγιού, και επιμήκη, ώστε να καλύπτουν ευρεία περιοχή. Το κανονικό μήκος ήταν για τις άρκυες περίπου ένα μέτρο, για τα ενόδια περίπου εννέα και για τα δίκτυα πενήντα τρία. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως αυτή των κυνηγιών του Φιλώτα, στρατηγού του Αλεξάνδρου, το μήκος τους μπορούσε να ανέλθει στην ασύλληπτη διάσταση των εκατό σταδίων (περίπου 18 χιλιόμετρα)! Κατασκευάζονταν από λινό νήμα, αποτελούμενο, για μεγαλύτερη αντοχή, από πολλά στριμμένα κλώσματα, των οποίων ο αριθμός ποίκιλλε ανάλογα με την επιδιωκόμενη αντοχή του διχτυού. Για το κυνήγι αγριόχοιρου, π.χ., ενός ζώου ορμητικού και επιθετικού, ο αριθμός τους έφθανε τα σαράντα πέντε. Τα δίχτυα στηρίζονταν στις φυλλωσιές ή σε διχαλωτά ξύλα μπηγμένα στο έδαφος, όχι όμως με μεγάλη στερεότητα, ώστε, με την ώθηση από το θήραμα, το δίχτυ να πέσει και να το παγιδεύσει. H τοποθέτηση και η επίβλεψη των διχτυών απαιτούσαν κάποια εξειδίκευση και ήταν έργο του αρκυωρού ή λινόπτη. Τα δίχτυα και ο υπόλοιπος κυνηγετικός εξοπλισμός μεταφέρονταν τοποθετημένα σε δερμάτινο σάκο, τον κυνούχο.
Οι παγίδες που οι κυνηγοί επινοούσαν κυρίως για τη σύλληψη των θηραμάτων ζωντανών ήταν ποικίλες. Ανάμεσα στις εντυπωσιακότερες περιγραφές παγίδων που γνωρίζουμε είναι αυτή που χρησιμοποιούσαν οι Παίονες για τη σύλληψη των μακεδονικών βισόνων, ζώων με μεγάλη δύναμη, που δύσκολα μπορούσε να τη σταματήσει δίχτυ. Επέλεγαν μια περιοχή κατηφορική, η οποία να καταλήγει σε βαθούλωμα, και την έφρασσαν. Κάλυπταν το επικλινές έδαφος με δέρματα αλειμμένα με λάδι και οι ιππείς οδηγούσαν τα ζώα στο συγκεκριμένο σημείο. Αυτά, γλιστρώντας στις ολισθηρές επιφάνειες των δερμάτων, κατέληγαν στο βαθούλωμα που βρισκόταν στο κατώτερο σημείο, όπου αφήνονταν νηστικά για μερικές ημέρες ώστε να χάσουν τις δυνάμεις και την ορμή τους και να γίνει δυνατός ο έλεγχός τους.
Το κυνήγι γινόταν μεμονωμένα ή και κατά ομάδες, συχνά πολυπληθείς, στις οποίες συμμετείχαν και δούλοι, απαραίτητοι για τις βοηθητικές εργασίες. Εξαιρετικά ζωντανή και γεμάτη πληροφορίες είναι η περιγραφή ενός αρχαίου ζωγραφικού έργου, με θέμα έναν πενταμελή όμιλο θηρευτών που αναπαύεται μετά το κυνήγι στο δάσος, κοντά σε μια πηγή. Είναι όλοι ακόμη ξαναμμένοι από την καταδίωξη. Ανακεκλιμένοι στο έδαφος, ένας μάλιστα πάνω σε ένα διπλωμένο δίχτυ, παρακολουθούν, πίνοντας κρασί, έναν κυνηγό που όρθιος τους περιγράφει με καμάρι πώς σκότωσε το θήραμά του. Σε μια βελανιδιά είναι κρεμασμένα τα θηράματα, ένα αγριογούρουνο και ένα ελάφι. Καθισμένος σε έναν κομμένο κορμό ένας δούλος γευματίζει από ένα σακούλι. Στα πόδια του, ένα από τα σκυλιά τρώει και ένα δεύτερο αναπηδά για να πιάσει την τροφή που του πέταξαν, ενώ ένας άλλος δούλος έχει ανάψει φωτιά και ετοιμάζει τα φαγητά των κυνηγών, τα οποία ένας τρίτος έχει ήδη αρχίσει να τους προσφέρει. 

* H αγωγή των νέων 
 
  H κυνηγετική ανδραγαθία διατηρούσε στα ιστορικά χρόνια μεγάλο μέρος της αίγλης που ασφαλώς είχε στις πανάρχαιες κοινωνίες και το κυνήγι αποτελούσε πεδίο διάκρισης, αναγνώρισης και απόκτησης κύρους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κασσάνδρου στον οποίο, αν και ήταν ανδρείος και καλός κυνηγός, δεν επιτρεπόταν, σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, να τρώει ανακεκλιμένος, αφού δεν είχε, ως τα τριάντα πέντε του τουλάχιστον, καταφέρει να σκοτώσει αγριογούρουνο χωρίς τη βοήθεια διχτυών, και ας αποδείχθηκε αργότερα εξαιρετικά αποτελεσματικός στην εξολόθρευση της οικογένειας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Το κυνήγι εθεωρείτο βασικό στοιχείο της αγωγής των νέων και αφετηρία της στρατιωτικής τους εκπαίδευσης. Αν και οι εύποροι νέοι το αντιμετώπιζαν απλώς ως άθλημα ή ψυχαγωγία, η κοινωνία το εκτιμούσε ιδιαίτερα, γιατί ασκεί και σκληραγωγεί το σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή, παρατείνει τη νεότητα, εξοικειώνει τους νέους με την ύπαιθρο και τους φέρνει σε επαφή ακόμη και με τα πιο δύσβατα σημεία του τόπου τους, του οποίου μαθαίνουν, αγαπούν και σέβονται την κάθε σπιθαμή, συνηθίζουν στην αντιμετώπιση κινδύνων, ασκούνται διαρκώς στη χρήση των όπλων και στην πειθαρχία και χάρη στο κυνήγι διδάσκονται από την ίδια τη φύση σπουδαίες αρετές, όπως η ευσέβεια, η φιλοπατρία, ο αυτοέλεγχος, η μετριοπάθεια, η σύνεση, η συντροφικότητα και η ανδρεία, αρετές που πάντα χαρακτήριζαν και θα χαρακτηρίζουν τους κυνηγούς.
Αφιερώνεται στον Φίλιππο Μπεκύρο, κυνηγό αγαθό, αλλά και στον Θανάση Θεοχαρόπουλο και στους άλλους τρομερούς κυνηγούς της Βεργίνας και ας εγκαταλείπουν πού και πού την ανασκαφή του τείχους για τις μπεκάτσες, τις πέρδικες, τους λαγούς και τα αγριογούρουνα.
 
Ο κ. Παναγιώτης B. Φάκλαρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, μέλος της πανεπιστημιακής ανασκαφής της Βεργίνας.
Πηγή-Αναδημοσίευση: Το Βήμα  http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=157917

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

Σαν δέντρο...

  Σε ψιλοέβρισα απόψε. Μετά απο τόσο καιρό. Εσένα που σε αγαπώ τόσο πολύ στ' αλήθεια... Ο πιο καλός μου καλλιτέχνης και τραγουδοποιός. Γιατί με κάνεις και κλαίω ξανά...; Γιατί; Καλά δεν σκεφτόμουν, καλά δεν στεναχωριόμουν για τόσα πολλά με το μυαλό μου το κλούβιο. 

  Εσύ Μανώλη έφερες πάλι την γλυκιά θλίψη, μια ολόγλυκια θλίψη που με κάνει όμως να ξέρω πως ζω. Πως υπάρχω και είμαι εδώ καλά, στον τόπο μου που μπορεί να φαντάζει και να είναι τόσο προσωρινός, όσο και μόνιμος ταυτόχρονα. Σαν τον τόπο που διάλεξε ή δεν διάλεξε το πιθανότερο, να φυτρώσει και να μεγαλώσει ένα δέντρο. 

  Αλήθεια σκέφθηκε κανείς, ένα δέντρο, πόσο εγκλωβισμένο θα αισθάνεται, αφού δεν κινείται; Που έτυχε να βρεθεί απο ένα αέρινο σπόρο σε κάποια γη της στιγμής; Σκέφτομαι για κάθε δέντρο πόσο δύσκολα θα περνούν οι εποχές αν είναι τυχερό και είναι τέσσερεις στον ίδιο τόπο, μα και πόσο ευτυχισμένο και τυχερό θα αισθάνεται αν αυτός ο τόπος που έτυχε να φυτρώσει είναι ένα καθ 'όλα αξιοπρεπές και όμορφο μέρος. Η πατρίδα του... 

  Ένα δέντρο είμαι, με τις ρίζες του απλωμένες σε ένα σχιστό λαγκάδι, μαζί με μια υπέροχη συντροφιά, ένα άλλο πιο καλό και όμορφο δέντρο. Την γυναίκα μου την υπέροχη Β. και δυο μικρά θαμνάκια λίγο πιο πέρα να μου κάνουν όμορφη παρέα. Να μου γεμίζουν τη ζωή. Να με κάνουν ευτυχισμένο. Εμείς όλοι ένα, όλοι εδώ, να προσευχόμαστε εσώτερα, για τον ευλογημένο τόπο που ριζώσαμε προσωρινά. Η έννοια της  μεταφύτευσης όμως, δεν μας χαλά μα μας προβληματίζει... Προς το παρόν έχουμε μία μόνο πατρίδα όλοι μαζί. Μα θα αντέχαμε και για άλλη μία, πιο μακρινή και αλλότινη σίγουρα. Θα την περιγράψω, όσο μπορώ. 

  Σ'ενα χωράφι δίπλα στα ρυάκια των χιονισμένων νερών, σε μία βουνοπλαγιά που θα την λένε Νεραϊδοπούρναρο, θα στήσουμε γι' αρχή μια καλύβα με δύο δώματα και ένα μαγειριό. Θα ζήσουμε λίγους μήνους που λέγαν κι οι παλιοί, σαν νομάδες πρωτόβγαλτοι, μα όλα θα αλλάζουν όσο ο καιρός θα περνά. Θα κυνηγώ και θα φέρνω κρέας και ψάρι στο σπίτι, θα καλλιεργώ και θα μάθω τους νόμους της φύσης. Θα προσέχω τα παιδιά και την γυναίκα μου, θα τους μαγειρεύω και θα τους έχω πάντα χαρούμενους σαν δέντρα που επέλεξαν τα υγρά χωμάτινα μονοπάτια των ριζών τους. 

  Θα ζήσουμε με αξιοπρέπεια μέχρι τα βαθιά γεράματα.Θα δώ με το άλλο μου μισό δέντρο, τα θαμνάκια να μεγαλώνουν και να μας χαρίζουν νέα δεντρύλια. Θα γίνω ένα δέντρο σε ένα γλυκό τόπο που εγώ θα επιλέξω επιτέλους για μία και μόνο φορά. Που θα είναι και η τελευταία. Τα θαμνάκια θα με ευχαριστούν και θα με ευλογούν γι' αυτό. Όσο για την γυναίκα μου, το άλλο μεγάλο δέντρο, αυτή θα με αγκαλιάσει με τα κλάδιά της, θα μου δώσει σκιά και αγάπη και θα με ανάγει επιτέλους πια, σε μικρό Θεό, μια σωστή γι' αυτήν βλασφημία....

  Καλό μήνα σε όλα τα δέντρα που φύτρωσαν σε λάθος χωράφια...

  Ολους σας αγαπώ και σας εύχομαι καλή και γρήγορη μεταφύτευση...

Αφιερωμένο στην Βασούλα, την Χρύσα και τον Χρηστάκο.

Δον Ουρανίσκος Σωτηράκης, ο επαρμένος.



Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Στο τέλος γύρισα σε σένα...


Τώρα κοιτώ σε ξανά απ' την αρχή μου,
με τα νέα μου μάτια`
άρρωστησαν και σκόρπισαν μικρή μου,
σαν σταρένια δεμάτια`
γύρισα σε σένα να σου πω,
τον καημό τον αγνό μου`
και φόρεσα το κίτρινοκόκκινο
παλιό χαμόγελο μου...

Ουρανίσκος 

"Τόσο πολύς χαμένος χρόνος,
Τόσα πολλά να αλλάξω στον ευατό μου,
πες μου το πως λίγο αν με έμαθες.
Στο τέλος γύρισα σε σένα..."



Αφιερωμένο σε όσους και όσες έχουν πραγματική ανάγκη`
ίσως μια δουλειά ή ίσως κάποιον έρωτα 
ή ίσως κάποιο όνειρο που να γίνει αληθινό γεγονός...`
...αλλά κυρίως σε όσους απο εμάς έχουν ανάγκη λίγη ακόμα αγάπη ...

Αισιοδοξία φίλοι και συγγενείς και όλα θα φτιάξουν. 





Στίχοι: Φίλιππος Πλιάτσικας
Μουσική: Φίλιππος Πλιάτσικας
Πρώτη εκτέλεση: Πυξ Λαξ

Προσπάθησα από παιδί να βρω τον κόσμο
Προσπάθησα από παιδί να βρω το δρόμο
Όμως δε βγήκα πουθενά στο τέλος γύρισα σε σένα

Τώρα μπορώ να δω τη γη που έβλεπα
αλλά μπορώ και να σου μοιάσω
Τώρα μπορώ να βρω τη γη που έψαχνα
αλλά μπορώ και να τη χάσω

Στο τέλος γύρισα σε σένα
Στο τέλος γύρισα σε σένα

Τόσος πολύς χαμένος χρόνος
Τόσοι πολλοί χαμένοι έρωτες
Τόσα πολλά ν' αλλάξω στον εαυτό μου
Πες μου το πώς λίγο αν μ' έμαθες

Στο τέλος γύρισα σε σένα


Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Πολύ αγάπη, πολλά δάκρυα χαράς...

Ο σοφός Μάρκος Αυρήλιος είχε πει:

«Να θυμάσαι πάντα τούτο: πως δεν χρειάζονται πολλά πράγματα για να κάνουν τη ζωή ευτυχισμένη.»

Εμένα σήμερα με έκαναν ευτυχισμένο ευχητήριες καρτούλες που περιελάμβαναν αληθινές ευχές αγάπης απλές ή άλλες τόσο όμορφες που τις διαβάζω ξανά και ξανά. Απο  πραγματικούς μου φίλους και συγγενείς που ποτέ δεν θα ξεχάσω.

Ευχαριστώ τόσο πολύ. Πολύ αγάπη για να χωρέσει σε μια καρδιά μικρή.
 
Σε μία απο τις πιο δυνατές στιγμές που έφεραν οι ευχές σήμερα που βάφτισα τον μικρό μου γιο, κάποιος φίλος μου μεταξύ άλλων αναφέρει:

" Λατρεμένε μου φίλε, ... να χαίρεσαι την οικογένεια σου που ξέρω και νιώθω τι σημαίνει για σένα..."

Ευχαριστώ τόσο πολύ για την αγάπη αυτή, δε ξέρω αν θα ήμουν ο ίδιος δίχως αυτή. Μόνο γι' αυτό νιώθω πως είμαι ζωντανός σε ένα τόσο δύσκολο γύρω κόσμο.

«Κάθε άνθρωπος έχει τόση αξία, όση έχουν αυτά για τα οποία φροντίζει...» είπε επίσης ο Μάρκος Αυρήλιος.

Αν όντως είμαι κάτι, αν αξίζω κάτι, (που δεν το νομίζω στ'αλήθεια τώρα), το οφείλω μόνο στην αγάπη που συντηρώ για την οικογένεια και τους φίλους μου.

Χρόνια μου Πολλά σήμερα και στις 6 Αυγούστου.
Τόση αγάπη σήμερα, γιορτή πραγματική.

Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

Περιμένω...


Περιμένω μια νέα αυγή αγκαλιά σου
μου λείπεις και θαρρώ θα το νιώθεις τούτο`
Περιμένω μια νέα νυχτιά στο κορμί σου`
στα στήθια σου να κοιμηθώ,
απ' έρωτα χορτασμένος.
Περιμένω ένα νέο όνειρο να πιαστώ`
γυναίκα της οικογενειακής μου εστίας
νιώσε με.
Περιμένω το όνειρο αυτό να γεννήσει
χιλιάδες ακόμα`
κι όλα την αλήθεια της ζωής να μορφώσουν,
σαν το μπουγαρίνι,
να βλαστήσουν φύλλα γυαλισμένα.
Περιμένω την αγάπη`
την ολάνθιστη,
σαν θα  φτιάξει ο καιρός
και 'ρθούν οι εποχές στην ώρα τους και στα γράδα τους.
Περιμένω το θαύμα`
λέει ο Παυλής,
αν το προσμένεις πολύ
θα σε βρει σε μια γωνιά της γειτονιάς,
σκυμμένο και απ' όλα ξαφνιασμένο.
Περιμένω την λέξη απ' τα πρόσωπα της λήθης`
μια μικρή γαμημένη λέξη.
"Εδώ".
"Είμαι".
"Ζω".
"Μακριά".
"Πια".

Πια. Δεν μπορώ να περιμένω πια...

Ουρανίσκος

Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

Παίξε παλιάτσο, τα τραγούδια σου τελειώνουν...

Πρόλογος μιας πολύ παλιάς εποχής.

 Περνούσα με τον φίλο μου τον Νίκο πολλά τέτοια βράδια. Μόνοι μας. Είχαμε μια φοβερή επικοινωνία, μόνο με τα μάτια. Γιατί τα λόγια ήταν φτωχά. Και πως να μην ήταν άλλωστε,  αφού ντρεπόμασταν να παραδεχθούμε την νεανική ευαισθησία μας,  σε μια εποχή εφηβείας από την φύση της σκληρή.

  Ήμασταν πολύ δεμένοι κι ας άλλαξαν πολλά. Ξενύχτια, παιχνίδια, εξώφυλλα, δισκάκια που γράφαμε τότε, μουσικές που ανακαλύπταμε πριν από άλλους ή όλους νομίζαμε, ίσως κάποιες φορές, να ήταν έτσι. Κοπέλες που μας απασχολούσαν, τηλέφωνα ατελείωτα πάνω στον καναπέ, έρωτες αταίριαστοι, φαγητό με φίλους, συναυλίες, πολλές συναυλίες εντός κι εκτός και ψυχή που άλλοι τότε δεν είχαν για να καταλάβουν.

 Δεν ήμουν αυτός που είμαι τώρα μα σίγουρα η αγάπη που είχα και έχω στον Νικολάκη είναι μεγάλη κι ας μη το ξέρει πια. Χαθήκαμε κι αυτό είναι κάτι ακόμα που με πληγώνει. Ποιος φταίει δε με νοιάζει, μόνο εμένα κατηγορώ εξάλλου.

 Πάντα τέτοια εποχή, θα γυρνώ στο σπίτι του με την μυρωδιά  του "Παίξε Παλιάτσο", ένα τραγούδι του Φίλιππα που άκουγα εκείνη την εποχή, ξενυχτώντας τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια ή μισοκοιμώμενος άλλες φορές πάνω από το Phillips, περιμένοντας να τελειώσει η εγγραφή κάποιου δίσκου. 

 Και θα σκέφθομαι πάντα το ίδιο: "- ο καιρός καλοκαίριασε πάλι ε; "
Και θα αισθάνομαι πάντα καλά, θα βυθίζομαι όσο αντέχω, θα μένω για λίγο ελεύθερος όπως τότε παλιά μαζί.

 Σ' ευχαριστώ για τα όμορφα χρόνια που μου χάρισες φίλε, πριν ακόμα μπερδευτούν τα πράγματα... Να είσαι πάντα καλά.

Υγ: Η συναισθηματική μου φόρτιση και ανάγκη με έκανε να ψάξω στα παλιά μου δισκάκια των Πυξ Λαξ τον δίσκο εκείνο του 1997 που ήταν πραγματικά κρίσιμος όπως λέει και ο τίτλος του. "Παίξε παλιάτσο, τα τραγούδια σου τελειώνουν", υποδηλώνοντας την πραγματική αγωνία των δημιουργών για νέο ουσιώδες και αξιόλογο υλικό. Ο δικός μου δίσκος σε σχετικώς καλή κατάσταση με μικρές φθορές γύρω γύρω, γράφει στο κάτω μέρος του με κεφαλαία:
Π Ε Ρ Ι Ο Ρ Ι Σ Μ Ε Ν Α   Α Ν Τ Ι Τ Υ Π Α. 

 Νομίζω κάπου τον πήρε το μάτι μου να εκδίδεται ξανά σε μια πολύ γνωστή εφημερίδα μια Κυριακή του Ιούλη. Ιούλης τουλάχιστον...


Πριν χρόνια πολλά
Στο σπίτι σου
ανέπνεαν οι τοίχοι τις μουσικές μας
και οι άγουρες καρδιές μας
προσμέναν αισθήματα
κορίτσια που μας πλήγωναν
μα τα σώματα επέμεναν
σε ξενύχτια που πια νοσταλγούν τα μάτια
σε νότες που πια με γερνούν σε δωμάτια
σε ετερόκλητα γιατί
σε συναυλίες και μπλουζάκια με τις κίτρινες σιλουέτες
η ανταπόκριση της Δήμητρας
οι αναμνήσεις από τα ταξίδια και τα τραγούδια
τα φώτα της πόλης και η μυρωδιά του Ιούλη
που φέρνει ο πόνος
κάθε φέτος και χειρότερα
κάθε φέτος και πιο μόνος
καμιά φορά δε νιώσαμε σαν τώρα πιο δυνατά
εγώ κι η καρδιά φίλε μου
πως γεννηθήκαμε και θα πεθάνουμε μόνοι.

Ουρανίσκος


" σε τέσσερεις νότες με βάζεις, με κρίνεις,
με τέσσερεις λέξεις με γερνάς..."

...Δεν ξέρω αν μπορώ... 




Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

It's all sand...

Πάντα εδώ θα γυρνώ. James - Live in Manchester 2001.

Δέκα χρόνια μετά, τι ψάχνεις ακόμα θα μου πεις...

Μα δεν ξέρω γιατί. Καταφύγιο, αποκούμπι. Στην πιο γλυκιά μουσική, μια συναυλία που θα έδινα τα πάντα για να είμαι μέσα. Το πιο αγαπημένο μου τραγούδι, για ένα μόνο λόγο. Όλα άμμος; Όλα δρόμος; Όλα φιλία και αγάπη; Όλα μουσική; 

Όλα είναι λόγος και μουσική. 
Όλα είναι απλά. Όλα είναι απλά και μεις απλά δεν το νιώθουμε κάποιες φορές.
Όλα είναι η αγάπη και η επικοινωνία. 
Όπως αυτή η μεγαλειώδης απ' το  3:35 ανάμεσα τους. 
Όλα είναι η αγάπη της στιγμής που θα ευχόσουν να ήταν για πάντα...αν μπορούσε.

Αν θα μπορούσε να νικήσει η αγάπη, την άμμο του εγωισμού, όλα θα ήταν διαφορετικά...






Drifting through the atmosphere
Floating through this land
Sifting through one thousand years
Of sand
All sand
Falling in between the lines
Never fitting in
Someone"ll tell me what's my crime
I'm too thin
I'm too thin
Due to come back down due to come back down
I don't wanna, I don't wanna land
Due to come back down, due to come back down
I don't wanna, don't wanna land
I don't wanna, I don't wanna, land
Land
Land
This time I've a staring role
Hide the state I'm in
I'm too old to sacrifice for gold and skin
For gold
And skin
For gold
For gold
Drifting through the atmosphere
Floating through this land
Sifting through one thousand years
Of sand
All sand
Drifting through the atmosphere
Floating through this land
Sifting through one thousand years
Of sand
It's all sand

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

Βγάλε την μάσκα...τίποτα δεν πήρες χαμπάρι; Καλοκαίρι είναι.

Μη με κοιτάς στα μάτια.
Δεν έχεις βλέμμα καθαρό.
Κοίτα τα όμορφα μούτρα σου.
Στον καθρέφτη μίλα τους
και μάθε να μιλάς 
σαν να είσαι τουλάχιστον διευθυντής
ενός καλοκουρδισμένου γραναζιού
στο οποίο χρωστάς την θεσούλα σου.

Μη με κοιτάς στα μάτια,
Θα μου θολώσεις και το δικό μου βλέμμα.

Ουρανίσκος

Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Someone's got it in for me...

Όλα καλά. Θυμάμαι, συνεχίζω ξεχνώντας. Αποκλείω καταστάσεις, συγκλίνω στην μοναξιά, αποκλίνω από μια κατάσταση αυτοτιμωρίας για αμαρτίες άλλων. Όλα καλά. Να θυμηθώ να θυμίσω στον ευατό μου, να φορέσει και πάλι τα καλά του και να μην ασχολείται με τους κακοπροαίρετους. Είναι τόσο επικίνδυνοι που και μόνο η σκέψη των, θα ήταν σαν μια επίκληση στον ακατονόμαστο.

"More loved, less afraid."



Someone's got it in for me
I don't want your sympathy
Life just never turned out how I wanted it to
Could have been a shooting star
Should have made it past the bar
Would have been a winner if I ever got that far

What a state I'm in

My self-pitying
Here's another victim
Singing suffering

If only I had made the grade

Been more loved, been less afraid
I only I had scored the goal
Got the girl, or even played

What a state I'm in

My self-pitying
Here's another victim
Singing suffering

Fall, let it fall away to be born again

And oh... let it fall away
To be born again
To be born again
To be born again

My life's turned to minor chords

Lose a son and life's a bore
Can't see the point in living in the fashion anymore

What a state I'm in

My self-pitying
Here's another victim
Selling suffering

Fall, let it fall away to be born again

And oh... let it fall away
To be born again
To be born again
To be born again

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Δεν είναι η αγάπη τίποτα άλλο, παρά ένα ψέμα...




Στίχοι: Θάνος Ανεστόπουλος
Μουσική: Διάφανα Κρίνα
Πρώτη εκτέλεση: Διάφανα Κρίνα


Μίζερο φως, στο δωμάτιο
Πνιγμένες φωνές, απ' τον διάδρομο
Ένα άθλιο στρώμα, γεμάτο με αίμα
Ένα άψυχο σώμα, μ' ένα μαχαίρι στο δέρμα
Σκαλίζει μια φράση πάνω στο δέρμα μόνο με αίμα
Δεν είναι η αγάπη τίποτε άλλο παρά ένα ψέμα

Βήματα αργά, σέρνει το κορμί του
Μπρος στον καθρέφτη γέρνει τη μορφή του
Τα μάτια αδειανά, γεμάτα με αίμα
Ένα άψυχο σώμα, μ' ένα μαχαίρι στο δέρμα

Σκαλίζει μια φράση πάνω στο δέρμα μόνο με αίμα
Δεν είναι η αγάπη τίποτε άλλο παρά ένα ψέμα

Σφίγγει γερά, το μαχαίρι του
Το φέρνει αργά πάνω στο στήθος του
Τα μάτια κενά, ένα άθλιο τέρμα
Ένας τρελός, ένας τρελός μ' ένα μαχαίρι στο δέρμα

Σκαλίζει μια φράση πάνω στο δέρμα μόνο με αίμα

Δεν είναι η αγάπη τίποτε άλλο παρά ένα ψέμα...

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Γιατί με λένε Ουρανίσκο...


Με λένε Ουρανίσκο Σωτήρη. 



Κι ας με γνωρίζετε κάποιοι, σας συστήνομαι ξανά. 

Για να σας πω το γιατί, αν έχει κάποια αξία για σας...

Για να σας πω μια μικρή ιστορία που άρχισε όταν ήμουν πολύ μικρός, τότε που γυρνούσα με τις κίτρινες παιδικές μου γαλότσες στους κάμπους και στο ποτάμι, τον Στρυμόνα, τότε που όργωνα τις βουνοπλαγιές ανήλικος με το φθηνό αεροβόλο του πατέρα μου.


Με λένε Ουρανίσκο, γιατί τόσο αγάπησα τον ποιητή και τον κυνηγό Κώστα Ουράνη...

Που θα ήθελα λίγο ο μικρός να του μοιάσω.... 

Στον ποιητή Ουράνη που για μένα είναι ο μεγαλύτερος ποιητής του κόσμου. 

Το λέω αυτό και κλαίω. 

Ο Ουράνης δεν είναι απλά ένας ακόμα ποιητής. Είναι ταξιδιώτης σε μέρη μακρινά, είναι άνθρωπος που ζει πραγματικά, είναι ακόμα ένας ρομαντικός της φύσης και αυτού του όμορφου κόσμου. 

Είναι περιπλανητής, ταξιδιώτης all' estero, χρονογράφος, ρομαντικός του μεσοπολέμου και κυρίως ένας όψιμος κυνηγός που παθιάστηκε με το μεγαλειώδες κυνήγι, τόσο ώστε να υποτιμήσει την ίδια του την ποιητική φύση. 

Και λέω "Είναι",  γιατί ζει ακόμα κατα τη διάρκεια των εξορμήσεων μου με τον σκύλο μου και τους συγκυνηγούς μου, στους κάμπους, στα ποτάμια, στα βουνά και στα δάση.

Παρακάτω παραθέτω ένα πρωτότυπο κείμενο του, θα καταλάβετε ίσως διαβάζοντας το, τι εννοώ. Αν όχι όλοι, κάποιοι θα καταλάβουν...

Θαρρώ, μοιάζω στον Ουράνη...

Αν γεννιούμουν τότε το 1890, θα γεννιούμουν ένας Ουράνης, θα ήθελα τουλάχιστον, σήμερα μολαταύτα γεννήθηκα "ένας άσχημος μαύρος σκύλος" που ενίοτε ομορφαίνει δίπλα στους φίλους του απο την γειτονιά του και την υπηρεσία του, που τον αγαπούν, όταν λείπει η βία των όψιμων ελεγκτών του, βασιλικότερων του βασιλέως, όταν λείπει η αλαζονεία τους που φέρνει εκνευρισμό, όταν σταματά το "καυσαέριο της Μητροπόλεως" και αρχίζει ο καθαρός αέρας απ' το σχιστό λαγκάδι.

Εγώ που μιλούσα κοφτά μέχρι τώρα, άρχισα τα μακρυνάρια. Η καθημερινότητα μας και οι αλήτες φταίνε γι' αυτό.

Κώστα, βροχοποιέ, εσύ καταλαβαίνεις.

Ο μικρός Ουράνης, ο Ουρανίσκος λοιπόν σας συστήνετε απο την αρχή. 

Έτσι να με φωνάζετε, έτσι να με γνωρίσετε, έτσι να με αποκαλείτε, έτσι να με χαιρετήσετε μέχρι τα στερνά.

Γιατί ένιωσα λίγα απο όσα  ένιωσε εκείνος...


Γι 'αυτό με λένε Ουρανίσκο φίλοι και αδερφοί.

Πιστεύω να καταλάβετε, διαβάζοντας Κώστα Ουράνη. 

Αν όχι μη με παρεξηγείτε, είναι ισχυρό το πάθος της ποίησης και του κυνηγιου, απο μόνο του το καθένα και κυρίως συνδυαστικά, αλήθεια είναι πιο ισχυρό και απο το πάθος του Έρωτα του μεγαλειώδους...

Επιφυλάσσομαι για την πρώτη ποιητική συλλογή  μου ως Ουρανίσκος.

Δεν θα αργήσει ελπίζω.
 


Κείμενο του μεγάλου ποιητή και κυνηγού Ουράνη Κώστα.

«Μανία και Χαρά του Κυνηγίου»

«Κάθε κυνηγετική περίοδο τα δασαρχεία µας εκδίδουν, όπως διάβασα κάπου, 100.000 κυνηγετικές άδειες. Είµαι ένας από τις αυτές τις 100.000 κυνηγούς και µπορώ να πω µαζί µε τον Ουγκώ ότι “και ένας ακόµα να ’µενε, αυτός θα ήµουν εγώ”. Γιατί δεν αγαπώ απλώς το κυνήγι, έχω το πάθος του. Και το πάθος αυτό είναι τόσο περισσότερο δυνατό κι αποκλειστικό, όσο είναι όψιµο. Με κατάλαβε άξαφνα κι απροσδόκητα “Nel mezzo del cammin” (στη µέση της διαδροµής) του βίου µου. Δεν λένε ότι τα όψιµα πάθη είναι τα πιο σφοδρά, τα πιο κυριαρχικά;
Ισαµε πριν από µερικά χρόνια το κυνήγι ήταν ότι µ’ ενδιέφερε λιγότερο, σήµερα ότι µ’ ενδιαφέρει περισσότερο. Μ’ απορρόφησε ολόκληρο. Οπως η Περσεφόνη ζούσε το µισό χρόνο στον Αδη και το άλλο µισό πάνω στη γη, έτσι κι εγώ αισθάνοµαι ότι ζω όσο κρατάει η κυνηγετική περίοδος και τον άλλο καιρό περιµένω, σ’ ένα είδος νάρκης, τον ξαναερχοµό της.
Δεν κάνω παρά σχέδια κυνηγετικά.
Τα όνειρά µου είναι κυνηγετικά. Να πάω στην Αφρική να σκοτώσω χοντρό κυνήγι ή στο Δέλτα του Δούναβη που είναι η ζούγκλα των υδροβίων πουλιών.
Δεν µετακινούµαι µέσα στην Ελλάδα παρά µόνο για να κυνηγήσω κι είµαι πρόθυµος να κυνηγήσω οπουδήποτε, µ’ οποιονδήποτε και για οσοδήποτε καιρό.
Στο σπίτι µου περιστοιχίζοµαι από καταλόγους κυνηγετικούς, δέχοµαι κατά προτίµηση κυνηγούς κι όπως οι µεγάλοι βιοµηχανικοί οίκοι έχουν παντού αντιπροσωπίες, έτσι κι εγώ έχω σε διάφορα µέρη της Ελλάδος τους ανθρώπους µου, που µε κρατάνε ενήµερο των τοπικών περασµάτων των αποδηµητικών πουλιών, ή που µε συνοδεύουν στο κυνήγι του ενδηµικού θηράµατος και που είναι για µένα ό,τι ήταν οι κοµµατάρχες για τους πολιτικούς µας. Η ιµατιοθήκη µου περιλαµβάνει πλήρεις αµφιέσεις για κάθε είδους κυνήγι: κάµπου, βουνού, δασών και βάλτων και για κάθε καιρό, ζέστη, δροσιά, παγωνιά, βροχή. Τα συρτάρια µου είναι γεµάτα φυσίγγια για όλων των ειδών τα θηράµατα, επιστηµονικά γοµωµένα για να έχουν άρτια απόδοση µε οποιαδήποτε καιρική συνθήκη. Κι όλα αυτά δεν είναι τίποτα!
Στο κυνήγι, και χάριν του κυνηγίου, εκβιάζω τον εαυτό µου ν’ αλλάζει τις πιο βασικές του ιδιότητες: Εγώ που απεχθάνοµαι το περπάτηµα, κάνω αγόγγυστα, αν και µε τη γλώσσα κρεµασµένη έξω, τις επίπονες και πολύωρες πεζοπορίες που απαιτεί. Εγώ που έχω το φόβο των µικροβίων, έχω πιει νερά κι έχω φάει πράγµατα πλέον ύποπτης καθαριότητας. Εγώ που αγαπώ τις ανέσεις µου, κλείνω τα µάτια σ’ όλες τις ταλαιπωρίες του κυνηγίου: στην αφόρητη ζέστη που µεταβάλλει τα σωθικά σε αναµµένο καµίνι, στο τουρτούρισµα της πρωινής παγωνιάς, στην ακαθαρισία του σώµατος, στα ζωΰφια κι άντεξα κάποτε να µείνω δέκα ολόκληρες µέρες, χειµώνα καιρό, σ’ ένα βουνό της Μακεδονίας, µέσα σε µια εγκαταλελειµµένη αχυροκαλύβα τσοπάνηδων, περιστοιχισµένος από χωρικούς µε τους οποίους συνέτρωγα από τα ίδια πιάτα, ακούγοντας τα ποντίκια να τραγανίζουν τα τρόφιµά µας δέκα πόντους µακριά από το κεφάλι µου, κοιµόµουν στο χώµα και ασφυκτιώντας από τον πυκνό καπνό της πελώριας φωτιάς που διατηρούσαµε αναµµένη τη νύχτα στο κέντρο της καλύβας και εν τούτοις ήµουν ευτυχισµένος.
Για την ικανοποίηση του πάθους µου, έχω γυρίσει λίγο-πολύ όλη την Ελλάδα, µ’ όλα τα µεταφορικά µέσα -από αεροπλάνο µέχρι µουλάρι- και κυνήγησα όλων των ειδών τα θηράµατα. Εχω περιέλθει τους γυµνούς µακεδονίτικους κάµπους για πεδινές πέρδικες, έχω σκαρφαλώσει στα πετρώδη (και τι πετρώδη) βουνά των Κυκλάδων για πετροπέρδικες, έχω κάνει καρτέρι γι’ αγριογούρουνα, το χειµώνα, µέσα στα δασώδη υψώµατα του Καµπιρλί, αγνάντια στο χιονισµένο Μπέλλες, έχω τσαλαβουτήσει για µπεκατσίνια στους βάλτους της Ράχης, έχω αντικρίσει κοπάδια λύκων στο Γαλλικό ποταµό, πήγα για πάπιες από τη Στυµφαλία έως τη Χαλκιδική, κυνήγησα νύχτα αγριοπερίστερα, µπαίνοντας στις θαλάσσιες σπηλιές τους µε βάρκα και µε πυροφάνι, βρέθηκα στα περάσµατα των τρυγονιών στην Τήνο και των ορτυκιών στη Μυτιλήνη και πήγα για λαγούς στην Ηπειρο.
Οταν απέκτησα ένα σκυλί που συνδυάζει τα τελειότερα φυσικά χαρίσµατα µε την τελειότερη εκγύµναση, χάρηκα περισσότερο παρά οποιαδήποτε ερωτική µου κατάκτηση κι ένιωσα περισσότερη υπερηφάνεια όταν σκότωσα ένα αγριογούρουνο, παρ’ όση για το ωραιότερό µου ποίηµα...
Είµαι όπως βλέπετε ένας από τους πιο µανιώδεις Νεµρώδ της Ελλάδας. Είµαι κι ένας από τους καλύτερους;
...Εγώ οµολογώ µε ειλικρίνεια ότι είµαι ένας πολύ µέτριος κυνηγός. Οταν βλέπω ένα λαγό ή ένα πουλί να πέφτει από τα σκάγια µου, αισθάνοµαι τόση χαρά, όση και... έκπληξη. Και δεν έχω ακόµα αποβάλει εντελώς τη συνήθεια να κοιτάζω γύρω µου, για να βεβαιωθώ ότι είµαι µόνος κι ότι το θήραµα που έπεσε δεν έπεσε από κανενός άλλου κυνηγού την τουφεκιά. Μολονότι έχω πάει παντού όπου βρίσκεται το περισσότερο θήραµα, ποτέ µου δεν σκότωσα σε µια ηµέρα περισσότερους από δύο λαγούς, ή από τέσσερις πέρδικες, ή από έξι τρυγόνια ή από δέκα ορτύκια κι ένας θεός ξέρει πόσα φυσίγγια έχω κάψει. Εξακολουθώ όµως να κυνηγώ µε την ίδια φιλοσοφική διάθεση, που ο Κάντιτ του Βολτέρου καλλιεργούσε τον κήπο του, γιατί η χαρά και η συγκίνηση του κυνηγίου δεν περιορίζονται σ’ ό,τι κανείς σκοτώνει!
Οσοι δεν κυνηγούν δεν ξέρουν κι ούτε µπορούν να διαισθανθούν πώς χτυπάει η καρδιά του κυνηγού, όταν το σκυλί του στέκεται σε µια “φέρµα”, ή όταν σηκώνει τ’ όπλο του σ’ ένα κοπάδι πέρδικες, που πετιούνται άξαφνα από µπρος του µ’ ένα πολυάριθµο και δυνατό θόρυβο φτερών, µε πόσο συγκεντρωµένο και αµείωτο ενδιαφέρον πεζοπορεί ώρες ολόκληρες σ’ αναζήτηση του θηράµατος όσο κι αν αυτό παίζει το παιχνίδι που έπαιξαν οι Ρώσοι στον Μεγάλο Ναπολέοντα κατά την προέλασή του ίσαµε τη Μόσχα, πόσο κατέχεται από την ελπίδα ότι αν απέτυχε σ’ αυτό το πουλί, θα πετύχει στο επόµενο που θα του παρουσιαστεί, τι γλυκό που είναι το ψωµοτύρι που τρώει κοντά σε µια πηγή λαλέουσα, ύστερα από ένα εξαντλητικό περπάτηµα και πόσο πληρέστερα και βαθύτερα από κάθε άνθρωπο νιώθει και χαίρεται τη φύση αυτός που διασχίζει κάµπους, ανεβοκατεβαίνει βουνά, σταµατάει σε πανοπτικά σηµεία των οριζόντων, µυρίζει θάλασσα και βραδιάζεται κάτω από βαθιούς έναστρους ουρανούς, µέσα σ’ ερηµιές όπου κλαυθµηρίζει η κουκουβάγια, κρίζουν οι γρύλοι και θροΐζουν µυστηριωδώς τα φυλλώµατα.
Oλα αυτά βάζουν τον κυνηγό σε µια κατάσταση θείας ευφορίας. Οι πλόκαµοι της καθηµερινής ζωής, µιζέριες, εναντιώσεις, φροντίδες, ανησυχίες, ξεσφίγγουν ολότελα και αφήνουν την ψυχή και το πνεύµα ελεύθερα, τα νεύρα του γαληνεύουν όπως κάτω από την επίδραση οπίου κι αποδίδεται στον εαυτό του τέτοιος που ήταν ο άνθρωπος στη χαραυγή του κόσµου: Μονοκόµµατος, αφρόντιστος, ίσιος κι ελεύθερος».

Κώστας Ουράνης