Με λένε Ουρανίσκο Σωτήρη.
Κι ας με γνωρίζετε κάποιοι, σας συστήνομαι ξανά.
Για να σας πω το γιατί, αν έχει κάποια αξία για σας...
Για να σας πω μια μικρή ιστορία που άρχισε όταν ήμουν πολύ μικρός, τότε που γυρνούσα με τις κίτρινες παιδικές μου γαλότσες στους κάμπους και στο ποτάμι, τον Στρυμόνα, τότε που όργωνα τις βουνοπλαγιές ανήλικος με το φθηνό αεροβόλο του πατέρα μου.
Με λένε Ουρανίσκο, γιατί τόσο αγάπησα τον ποιητή και τον κυνηγό Κώστα Ουράνη...
Που θα ήθελα λίγο ο μικρός να του μοιάσω....
Στον ποιητή Ουράνη που για μένα είναι ο μεγαλύτερος ποιητής του κόσμου.
Το λέω αυτό και κλαίω.
Ο Ουράνης δεν είναι απλά ένας ακόμα ποιητής. Είναι ταξιδιώτης σε μέρη μακρινά, είναι άνθρωπος που ζει πραγματικά, είναι ακόμα ένας ρομαντικός της φύσης και αυτού του όμορφου κόσμου.
Είναι περιπλανητής, ταξιδιώτης all' estero, χρονογράφος, ρομαντικός του μεσοπολέμου και κυρίως ένας όψιμος κυνηγός που παθιάστηκε με το μεγαλειώδες κυνήγι, τόσο ώστε να υποτιμήσει την ίδια του την ποιητική φύση.
Και λέω "Είναι", γιατί ζει ακόμα κατα τη διάρκεια των εξορμήσεων μου με τον σκύλο μου και τους συγκυνηγούς μου, στους κάμπους, στα ποτάμια, στα βουνά και στα δάση.
Και λέω "Είναι", γιατί ζει ακόμα κατα τη διάρκεια των εξορμήσεων μου με τον σκύλο μου και τους συγκυνηγούς μου, στους κάμπους, στα ποτάμια, στα βουνά και στα δάση.
Παρακάτω παραθέτω ένα πρωτότυπο κείμενο του, θα καταλάβετε ίσως διαβάζοντας το, τι εννοώ. Αν όχι όλοι, κάποιοι θα καταλάβουν...
Θαρρώ, μοιάζω στον Ουράνη...
Θαρρώ, μοιάζω στον Ουράνη...
Αν γεννιούμουν τότε το 1890, θα γεννιούμουν ένας Ουράνης, θα ήθελα τουλάχιστον, σήμερα μολαταύτα γεννήθηκα "ένας άσχημος μαύρος σκύλος" που ενίοτε ομορφαίνει δίπλα στους φίλους του απο την γειτονιά του και την υπηρεσία του, που τον αγαπούν, όταν λείπει η βία των όψιμων ελεγκτών του, βασιλικότερων του βασιλέως, όταν λείπει η αλαζονεία τους που φέρνει εκνευρισμό, όταν σταματά το "καυσαέριο της Μητροπόλεως" και αρχίζει ο καθαρός αέρας απ' το σχιστό λαγκάδι.
Εγώ που μιλούσα κοφτά μέχρι τώρα, άρχισα τα μακρυνάρια. Η καθημερινότητα μας και οι αλήτες φταίνε γι' αυτό.
Κώστα, βροχοποιέ, εσύ καταλαβαίνεις.
Ο μικρός Ουράνης, ο Ουρανίσκος λοιπόν σας συστήνετε απο την αρχή.
Κώστα, βροχοποιέ, εσύ καταλαβαίνεις.
Ο μικρός Ουράνης, ο Ουρανίσκος λοιπόν σας συστήνετε απο την αρχή.
Έτσι να με φωνάζετε, έτσι να με γνωρίσετε, έτσι να με αποκαλείτε, έτσι να με χαιρετήσετε μέχρι τα στερνά.
Γιατί ένιωσα λίγα απο όσα ένιωσε εκείνος...
Γι 'αυτό με λένε Ουρανίσκο φίλοι και αδερφοί.
Γι 'αυτό με λένε Ουρανίσκο φίλοι και αδερφοί.
Πιστεύω να καταλάβετε, διαβάζοντας Κώστα Ουράνη.
Αν όχι μη με παρεξηγείτε, είναι ισχυρό το πάθος της ποίησης και του κυνηγιου, απο μόνο του το καθένα και κυρίως συνδυαστικά, αλήθεια είναι πιο ισχυρό και απο το πάθος του Έρωτα του μεγαλειώδους...
Επιφυλάσσομαι για την πρώτη ποιητική συλλογή μου ως Ουρανίσκος.
Δεν θα αργήσει ελπίζω.
Κείμενο του μεγάλου ποιητή και κυνηγού Ουράνη Κώστα.
«Μανία και Χαρά του Κυνηγίου»
«Κάθε
κυνηγετική περίοδο τα δασαρχεία µας εκδίδουν, όπως διάβασα κάπου,
100.000 κυνηγετικές άδειες. Είµαι ένας από τις αυτές τις 100.000
κυνηγούς και µπορώ να πω µαζί µε τον Ουγκώ ότι “και ένας ακόµα να ’µενε,
αυτός θα ήµουν εγώ”. Γιατί δεν αγαπώ απλώς το κυνήγι, έχω το πάθος του.
Και το πάθος αυτό είναι τόσο περισσότερο δυνατό κι αποκλειστικό, όσο
είναι όψιµο. Με κατάλαβε άξαφνα κι απροσδόκητα “Nel mezzo del cammin”
(στη µέση της διαδροµής) του βίου µου. Δεν λένε ότι τα όψιµα πάθη είναι
τα πιο σφοδρά, τα πιο κυριαρχικά;
Ισαµε
πριν από µερικά χρόνια το κυνήγι ήταν ότι µ’ ενδιέφερε λιγότερο, σήµερα
ότι µ’ ενδιαφέρει περισσότερο. Μ’ απορρόφησε ολόκληρο. Οπως η Περσεφόνη
ζούσε το µισό χρόνο στον Αδη και το άλλο µισό πάνω στη γη, έτσι κι εγώ
αισθάνοµαι ότι ζω όσο κρατάει η κυνηγετική περίοδος και τον άλλο καιρό
περιµένω, σ’ ένα είδος νάρκης, τον ξαναερχοµό της.
Δεν κάνω παρά σχέδια κυνηγετικά.
Τα
όνειρά µου είναι κυνηγετικά. Να πάω στην Αφρική να σκοτώσω χοντρό
κυνήγι ή στο Δέλτα του Δούναβη που είναι η ζούγκλα των υδροβίων πουλιών.
Δεν
µετακινούµαι µέσα στην Ελλάδα παρά µόνο για να κυνηγήσω κι είµαι
πρόθυµος να κυνηγήσω οπουδήποτε, µ’ οποιονδήποτε και για οσοδήποτε
καιρό.
Στο
σπίτι µου περιστοιχίζοµαι από καταλόγους κυνηγετικούς, δέχοµαι κατά
προτίµηση κυνηγούς κι όπως οι µεγάλοι βιοµηχανικοί οίκοι έχουν παντού
αντιπροσωπίες, έτσι κι εγώ έχω σε διάφορα µέρη της Ελλάδος τους
ανθρώπους µου, που µε κρατάνε ενήµερο των τοπικών περασµάτων των
αποδηµητικών πουλιών, ή που µε συνοδεύουν στο κυνήγι του ενδηµικού
θηράµατος και που είναι για µένα ό,τι ήταν οι κοµµατάρχες για τους
πολιτικούς µας. Η ιµατιοθήκη µου περιλαµβάνει πλήρεις αµφιέσεις για κάθε
είδους κυνήγι: κάµπου, βουνού, δασών και βάλτων και για κάθε καιρό,
ζέστη, δροσιά, παγωνιά, βροχή. Τα συρτάρια µου είναι γεµάτα φυσίγγια για
όλων των ειδών τα θηράµατα, επιστηµονικά γοµωµένα για να έχουν άρτια
απόδοση µε οποιαδήποτε καιρική συνθήκη. Κι όλα αυτά δεν είναι τίποτα!
Στο
κυνήγι, και χάριν του κυνηγίου, εκβιάζω τον εαυτό µου ν’ αλλάζει τις
πιο βασικές του ιδιότητες: Εγώ που απεχθάνοµαι το περπάτηµα, κάνω
αγόγγυστα, αν και µε τη γλώσσα κρεµασµένη έξω, τις επίπονες και πολύωρες
πεζοπορίες που απαιτεί. Εγώ που έχω το φόβο των µικροβίων, έχω πιει
νερά κι έχω φάει πράγµατα πλέον ύποπτης καθαριότητας. Εγώ που αγαπώ τις
ανέσεις µου, κλείνω τα µάτια σ’ όλες τις ταλαιπωρίες του κυνηγίου: στην
αφόρητη ζέστη που µεταβάλλει τα σωθικά σε αναµµένο καµίνι, στο
τουρτούρισµα της πρωινής παγωνιάς, στην ακαθαρισία του σώµατος, στα
ζωΰφια κι άντεξα κάποτε να µείνω δέκα ολόκληρες µέρες, χειµώνα καιρό, σ’
ένα βουνό της Μακεδονίας, µέσα σε µια εγκαταλελειµµένη αχυροκαλύβα
τσοπάνηδων, περιστοιχισµένος από χωρικούς µε τους οποίους συνέτρωγα από
τα ίδια πιάτα, ακούγοντας τα ποντίκια να τραγανίζουν τα τρόφιµά µας δέκα
πόντους µακριά από το κεφάλι µου, κοιµόµουν στο χώµα και ασφυκτιώντας
από τον πυκνό καπνό της πελώριας φωτιάς που διατηρούσαµε αναµµένη τη
νύχτα στο κέντρο της καλύβας και εν τούτοις ήµουν ευτυχισµένος.
Για
την ικανοποίηση του πάθους µου, έχω γυρίσει λίγο-πολύ όλη την Ελλάδα,
µ’ όλα τα µεταφορικά µέσα -από αεροπλάνο µέχρι µουλάρι- και κυνήγησα
όλων των ειδών τα θηράµατα. Εχω περιέλθει τους γυµνούς µακεδονίτικους
κάµπους για πεδινές πέρδικες, έχω σκαρφαλώσει στα πετρώδη (και τι
πετρώδη) βουνά των Κυκλάδων για πετροπέρδικες, έχω κάνει καρτέρι γι’
αγριογούρουνα, το χειµώνα, µέσα στα δασώδη υψώµατα του Καµπιρλί,
αγνάντια στο χιονισµένο Μπέλλες, έχω τσαλαβουτήσει για µπεκατσίνια στους
βάλτους της Ράχης, έχω αντικρίσει κοπάδια λύκων στο Γαλλικό ποταµό,
πήγα για πάπιες από τη Στυµφαλία έως τη Χαλκιδική, κυνήγησα νύχτα
αγριοπερίστερα, µπαίνοντας στις θαλάσσιες σπηλιές τους µε βάρκα και µε
πυροφάνι, βρέθηκα στα περάσµατα των τρυγονιών στην Τήνο και των ορτυκιών
στη Μυτιλήνη και πήγα για λαγούς στην Ηπειρο.
Οταν
απέκτησα ένα σκυλί που συνδυάζει τα τελειότερα φυσικά χαρίσµατα µε την
τελειότερη εκγύµναση, χάρηκα περισσότερο παρά οποιαδήποτε ερωτική µου
κατάκτηση κι ένιωσα περισσότερη υπερηφάνεια όταν σκότωσα ένα
αγριογούρουνο, παρ’ όση για το ωραιότερό µου ποίηµα...
Είµαι όπως βλέπετε ένας από τους πιο µανιώδεις Νεµρώδ της Ελλάδας. Είµαι κι ένας από τους καλύτερους;
...Εγώ
οµολογώ µε ειλικρίνεια ότι είµαι ένας πολύ µέτριος κυνηγός. Οταν βλέπω
ένα λαγό ή ένα πουλί να πέφτει από τα σκάγια µου, αισθάνοµαι τόση χαρά,
όση και... έκπληξη. Και δεν έχω ακόµα αποβάλει εντελώς τη συνήθεια να
κοιτάζω γύρω µου, για να βεβαιωθώ ότι είµαι µόνος κι ότι το θήραµα που
έπεσε δεν έπεσε από κανενός άλλου κυνηγού την τουφεκιά. Μολονότι έχω
πάει παντού όπου βρίσκεται το περισσότερο θήραµα, ποτέ µου δεν σκότωσα
σε µια ηµέρα περισσότερους από δύο λαγούς, ή από τέσσερις πέρδικες, ή
από έξι τρυγόνια ή από δέκα ορτύκια κι ένας θεός ξέρει πόσα φυσίγγια έχω
κάψει. Εξακολουθώ όµως να κυνηγώ µε την ίδια φιλοσοφική διάθεση, που ο
Κάντιτ του Βολτέρου καλλιεργούσε τον κήπο του, γιατί η χαρά και η
συγκίνηση του κυνηγίου δεν περιορίζονται σ’ ό,τι κανείς σκοτώνει!
Οσοι
δεν κυνηγούν δεν ξέρουν κι ούτε µπορούν να διαισθανθούν πώς χτυπάει η
καρδιά του κυνηγού, όταν το σκυλί του στέκεται σε µια “φέρµα”, ή όταν
σηκώνει τ’ όπλο του σ’ ένα κοπάδι πέρδικες, που πετιούνται άξαφνα από
µπρος του µ’ ένα πολυάριθµο και δυνατό θόρυβο φτερών, µε πόσο
συγκεντρωµένο και αµείωτο ενδιαφέρον πεζοπορεί ώρες ολόκληρες σ’
αναζήτηση του θηράµατος όσο κι αν αυτό παίζει το παιχνίδι που έπαιξαν οι
Ρώσοι στον Μεγάλο Ναπολέοντα κατά την προέλασή του ίσαµε τη Μόσχα, πόσο
κατέχεται από την ελπίδα ότι αν απέτυχε σ’ αυτό το πουλί, θα πετύχει
στο επόµενο που θα του παρουσιαστεί, τι γλυκό που είναι το ψωµοτύρι που
τρώει κοντά σε µια πηγή λαλέουσα, ύστερα από ένα εξαντλητικό περπάτηµα
και πόσο πληρέστερα και βαθύτερα από κάθε άνθρωπο νιώθει και χαίρεται τη
φύση αυτός που διασχίζει κάµπους, ανεβοκατεβαίνει βουνά, σταµατάει σε
πανοπτικά σηµεία των οριζόντων, µυρίζει θάλασσα και βραδιάζεται κάτω από
βαθιούς έναστρους ουρανούς, µέσα σ’ ερηµιές όπου κλαυθµηρίζει η
κουκουβάγια, κρίζουν οι γρύλοι και θροΐζουν µυστηριωδώς τα φυλλώµατα.
Oλα
αυτά βάζουν τον κυνηγό σε µια κατάσταση θείας ευφορίας. Οι πλόκαµοι της
καθηµερινής ζωής, µιζέριες, εναντιώσεις, φροντίδες, ανησυχίες,
ξεσφίγγουν ολότελα και αφήνουν την ψυχή και το πνεύµα ελεύθερα, τα νεύρα
του γαληνεύουν όπως κάτω από την επίδραση οπίου κι αποδίδεται στον
εαυτό του τέτοιος που ήταν ο άνθρωπος στη χαραυγή του κόσµου:
Μονοκόµµατος, αφρόντιστος, ίσιος κι ελεύθερος».
Κώστας Ουράνης
Κώστας Ουράνης
2 σχόλια:
ΚΛΕΙΣΤΗΚΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΜΠΟΥΚΑΛΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ,
ΤΥΛΙΧΤΗΚΑ ΣΤΙς ΛΟΥΡΙΔΕΣ ΤΗΣ ΜΟΥΜΙΑΣ .
ΣΤΕΚΟΜΑΙ ΣΤΟ ΟΡΟΣΗΜΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ .
ΜΕ ΚΥΚΛΩΣΕ Η ΣΙΓΗ ,
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΗ , ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΣΙΓΗ .
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ ( ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ )
#Avenida
"Καρπό δεν έκοψα κανέναν
από το δέντρο της ζωής,
μονάχα μάζεψα ότι βρήκα
να 'ναι πεσμένο καταγής..."
Κώστας Ουράνης (Απο τα Τελευταία σχεδιάσματα)
Δημοσίευση σχολίου