Έτσι αγαπάνε οι ποιητές...

.

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Οι ονειροπόλοι...υπάρχουν ακόμα.

 

Οι Ονειροπόλοι.

Σε ποίηση Γιώργου Μυλωνογιάννη

Νικημένοι... Και όμως δεν δώσαμε μάχη
μήτε καν στον ορίζοντα φάνηκ' εχθρός,
ενώ θα πρεπε νά 'μαστε πάντοτε μπρος,
σε σκιές και σε φάσματα στρέφουμε ράχη...

Η δειλία χαράζει το κάθε μας βήμα
κι όλοι ζούμε με τ' όνειρο κάποιας φυγής,
μας πειράζει στα μάτια το φως της αυγής,
τραγουδάμε το χάρο, ποθούμε το μνήμα.

Μεθυσμένοι... Χωρίς ούτε στάλα να πιούμε,
τη φωτιά μας δε σβήνει κανένα πιοτό,
θα 'ρθει ώρα να βρούμε τη λήθη σ' αυτό,
τώρα όμως δεν ξέρω και μεις τι ζητούμε...

Στο μεθύσι μας πάνω πιστεύουμ' αλήθεια
ότι γίναμε κι όλας καινούριοι Θεοί,
τη ζωήν, ως τη ζουνε οι άλλοι θνητοί
τη χλευάζουμε σαν μια χυδαία συνήθεια...

Γελασμένοι... Δεν το 'χαμε πριν καταλάβει,
πως μια μέρα θα 'ρχόταν αυτός ο καιρός,
που κι ο ύστατος φίλος θα ήταν νεκρός...
Η ζωή δεν προσφέρει, ζητάει να λάβει.

Διαρκώς αυταπάτες και πάντα στο χέρι
λίγα πούπουλα, θύμηση μόνο σκληρή
της χαράς που πετάει και φεύγει ιλαρή
στον ορίζοντα πέρα, λευκό περιστέρι...

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Η μεγάλη μουσική...

Η μεγαλή μουσική με αναγεννά,
με κάνει να σκέφτομαι πράγματα δίκαια για όλους`
να κυκλώνω την αγάπη απο ύψη δυσθώρητα
να θωρώ την σιωπή απο τα τάρταρα της θλίψης
και καθώς με συγκινεί η φράση
"...μόλις γνώρισα μία κοπέλα που νόμιζε πως μπορούμε να πετάξουμε..."
αναρωτιέμαι για τα αναπάντητα ερωτήματα,
την αρρωστημένη συνύπαρξη των παντρεμένων
και την μεγαλειώδη δημιουργία των παιδιών τους,
των υπέροχων`
όλα αναδιπλώνονται και αναμορφώνονται,
όλα είναι ένας φίλος σαν τον Κωνσταντίνο Βροχοποιό
που με αγαπά για αυτό που είμαι
για αυτό που ποτέ δεν θα μάθω ότι είμαι
για αυτό που ποτέ δεν θα γίνω, 
το άσχημο ή το ομορφότερο,
για όλα όσα δεν θα μάθω και δεν θα προλάβω να δω
κι ας είναι τόσα
ο φίλος δεν πειράζει θα πει,
γιατί με αγαπά
γιατί με νιώθει
γιατί κάποια στιγμή 
θα αισθανθεί τη μεγάλη μουσική
που κατέκλυσε το είναι του
το είναι μου,
το είναι σου,
καλέ μου ακροατή.


Εσύ στον ουρανό, εγώ στο χώμα.
Μα και οι δυο στη γή, στον ίδιο πλανήτη, στον ίδιο Θεό. 
Ας γνωριστούμε καλύτερα διαμέσου της μεγάλης μουσικής μας.
Κανένα σύννεφο ανάμεσα στις καρδιές μας.







Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Κυρά των Χριστουγέννων...

Απόψε που η κυρά μου αρρώστησε
την φροντίζω και την αγαπώ όπως τις μεγάλες μας στιγμές
που όλα ήταν ένα γλυκό παραμύθι
που ολα ήταν ξένα απ' την κούραση και τις τριβές...

Απόψε που η κυρά μου, μου μίλησε
που μ' άκουσε και με κατάλαβε αληθινά
όλα μέσα μου άλλαξαν σε χρώμα
και το γκρίζο απ' τα σωθικά, έφυγε παντοτινά...

Απόψε που Χριστούγεννα θα ξημερώσει
είμαι ελεύθερος όσο μου αρκεί
και κάτι μέσα μου λέει πως δε θα τελειώσει
η αγάπη που μου μου 'μαθε η γυναίκα αυτή... 

 "Κυρά δε βρήκα μουσική που να σου άξιζε..."




Στίχοι: Χρήστος Θηβαίος
Μουσική: Χρήστος Θηβαίος
Πρώτη εκτέλεση: Χρήστος Θηβαίος & Emilia Ottaviano ( Ντουέτο )

Κάποιοι φιλήσανε τον Ιούδα εκεί στο μέτωπο
κι άλλοι ψαρέψανε ουρανό σε ένα πηγάδι
άλλοι κρεμάσαν σα δικτάτορα ένα φυλαχτό
στις φυλακές πάντα ονειρεύονται το βράδυ

Κάναμε έκτρωση σε ό,τι αθώο μας απέμεινε
κι εσύ συνέλαβες με ένα άρωμα τυχαίο
μα τα τριαντάφυλλα που σου έστειλα λίγο έλειψε
χαράματα να σκοτωθούν σε ένα τροχαίο

Όσο αξίζει μια γρατζουνιά απ' την ανάσα σου
δεν αξίζουν θεωρίες μιας ζωής
γυναίκα αν έχω κάνει λάθος συγχώρα με
γυναίκα αν είμαι σωστός μη μου το πεις

Κάποια πατρίδα τα χείλη μου τα φίλησε
φτηνά και με έσπρωξε γελώντας προς τη μάχη
κι όσοι της δώσαν το κορμί τους για παράσημο
αυτή έναν τάφο τους κάρφωσε στη ράχη

Όσα θηρία με ζυγώσανε τους έφτασε
να χορτάσουν μοναχά με τη στολή μου
μα οι άνθρωποι μ' άφησαν ήσυχο σαν έμαθαν
πως γυάλιζα ένα πολυβόλο στην αυλή μου

Όσο αξίζει...

θυμάμαι κάποτε στα μάτια σου κυνήγησα
τον εαυτό μου με ένα μαχαίρι της κουζίνας
μα μόνο η τρέλα, μόνο η τρέλα μου με ξέπλυνε
σαν καταρράκτης απ' το αμάρτημα της φτήνιας

Κι έτσι του κόσμου τα μπαλκόνια ερωτεύτηκα
αυτά που αγγίζουνε το βλέμμα με το στόμα
μα δε ξεχνάω τα υπόγεια που κυλίστηκα
γι' αυτό η φτέρνα μου έχει δέσει με το χώμα

Όσο αξίζει...

Απόψε πότισα τις ρίζες που ονειρεύτηκες
και τους καρπούς που εγκυμονούσε η τροχιά σου
κυρά, δε βρήκα μουσική που να σου άξιζε
πόνος στη γέννα προσκυνώ την αρχοντιά σου

Θα χαραμίσω τη ζωή μου περιμένοντας
να 'ναι πολύ αργά για να τη διορθώσω
και στα ρουθούνια του ουρανού θα μπω ουρλιάζοντας
τη μύτη του πριν ξεψυχήσω να ματώσω.


Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Στιγμές...



Στίχοι: Παντελής Ροδοστόγλου
Μουσική: Διάφανα Κρίνα

Ποιος να σε βάφτισε στης Στύγας τα νερά
κι έτσι αμίλητη στον κόσμο υποφέρεις
δυσεύρετο αίνιγμα γεμάτο μυστικά
κατάγομαι απ' τη λύπη σου, το ξέρεις.

Έλα κοντά μου να σου πλύνω τα μαλλιά
μ' αμφίβια μύρα και νερό απ' την Παλαιστίνη
Θεέ μου τι λέω, πώς επέστρεψε αυτή η μνήμη
σαν ένα πλοίο με τα φώτα του σβηστά.

Πες μου τι ψάχνουμε σ' αυτή την συμφορά
όλα λιγόστεψαν, κανείς δεν έχει μείνει
και η αγάπη μας ένα μικρό δελφίνι
που ξεμακραίνει λαβωμένο στ' ανοιχτά.

Στυφή αρμύρα πάει να πιει
και πίκρα των κυμάτων
και κουβαλάει στη ράχη του
στιγμές μικρών θανάτων.

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Θέλω απλά...

Θέλω απλά να ζήσω,
να ζήσω απλά,
αν είναι δυνατόν να ζήσω δυνατά και πολύ`
θέλω να δω τους πιο μακρινούς βιότοπους στην Αφρική
εκεί που βρίσκουν καταφύγιο τα μεταναστευτικά πουλιά που με μαγεύουν,
- σίγουρα είναι θεός που τα έφτιαξε -
και θέλω να δω και όλα τα υπέροχα βουνά του κόσμου`
σαν τα ελληνικά, 
τα Κρούσσια, το Μπέλες, το Παγγαίο, το Μενοίκιο, τον Βερτίσκο, το Πάικο, το Φαλακρό, τον Χολομώντα, τα Κερδύλια, τον Όλυμπο, τη Τζένα, τον Χορτιάτη, τον Γράμμο,
την..., τον..., 
ξανά και ξανά,
να κάνω διασχίσεις και κυνήγια ονειρεμένα
να μείνω στην καλύβα της αγάπης δίχως πολλές από τις σύγχρονες ανέσεις
μα να μείνω απόλυτα ευτυχής όσο θα είμαι μέσα της`

θέλω να μπω στις εναλλακτικές καλλιέργειες
και πιο βαθιά να μπω στην αγροτιά και την κτηνοτροφία
να πιάνω το χώμα και το χώμα να με χαϊδεύει
να βρίσκω την πηγή και η πηγή να με ξεδιψά
να νιώθω την πίστη του θείου και της φύσης και την πεμπτουσία της οικολογίας
κι ας μη πηγαίνω συχνά στην εκκλησία
ας γίνει η απαρχή να μονιάσουν μέσα μου
όλα όσα με κρατούν στα άκρα`

θέλω να μπω σε ένα κόκκινο καράβι
μέσα σε μια γαλάζια θάλασσα
με έναν κατακίτρινο ήλιο να με ζεσταίνει
με φόντο τα βασικά χρώματα
τις βασικές αρχές και ιδέες
καθώς θα συνομιλώ στο κατάστρωμα με συνταξιδιώτες
τους πιο μεγάλους και σπουδαίους ποιητές
τους πιο περίεργους ποιητές
τους πιο φευγάτους σαν και μένα
και τους πιο καλούς μουσικούς που θα με συντροφεύουν
με τις απόκοσμες νότες και την αλληλουχία τους`

θέλω να βρω στιγμές και στιγμές
να ρουφήξω όλο το μεδούλι απ' το ταξίδι τους
να κρατήσω όλη την ομορφιά του
μαζί με τα παιδάκια μου
να ζήσω
σε μια καλύβα της αγάπης
χωρίς πολιτισμό
χωρίς εφορίες και καυσαέριο
χωρίς χαράτσια και κοινόχρηστα
χωρίς λυπημένους ανθρώπους τριγύρω
χωρίς πισώπλατα χτυπήματα στο κεφάλι
που με πονούν ακόμα
που με θλίβουν βαθιά
χωρίς έλλειψη αγάπης ούτε ένα λεπτό
χωρίς καμία επαφή με την σκληρή και απάνθρωπη πόλη
- όλα τόσο κοινότυπα, τόσο γνωστά -
μα έτσι πρέπει να είναι η σιωπή
να αλυχτά, να ουρλιάζει, να αλαλάζει, να κυλά.

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Για τον συνονόματο...

 Έχω κάποιους λίγους συναδέλφους που εκτιμώ και που κρέμομαι από τα χείλη τους. Ένας από αυτούς, είναι ο συνονόματος. Που έχει να πει πολλά, γιατί απλά έχει σκεφθεί πολλά. Και που έχει συσκεφθεί με το είναι του, τον απλό του ευατό. Γνωρίζει καλά τους νόμους και τα δρώμενα επειδή είναι επιμελής μελετητής, επειδή νοιάζεται για τον χαμένο σεβασμό των συνανθρώπων του, επειδή έχει και κατέχει απλώς,  ευαισθησίες σπουδαίες ακόμα. Για μένα δεν μπορώ να πω, είμαι ακόμα εγκλωβισμένος στα προβλήματα μου, στην καθημερινότητα και στα αγροτικά μου, στα κωλύματα της αποκεντρωμένης μας, ακριβής διαβίωσης. Δεν είμαι κανένας σπουδαίος, ούτε θα γίνω και ποτέ... Απλό κομμάτι της σύγχρονης πόλης που γεννήθηκα μα μίσησα είμαι. Όμως γνωρίζω πια τι θέλω. Και σε αυτό που θέλω, δεν μπορώ παρά να έχω συμμάχους ανθρώπους σαν τον συνονόματο. Ακέραιους και ρομαντικούς. Ευαίσθητους και ενίοτε δικαίως και σκληρά σκεπτόμενους. Μα πάνω απ' όλα ειλικρινείς. Τους άλλους τους ξερόλες και χαζοχαρούμενους καβάντζες τους βαρέθηκα. Καθώς και τους ψυχοπαθείς και κατ' επίφαση καλούς. Τους ανίδεους και επικίνδυνα αδιάφορους, τους καβαντζοτρελιάρηδες που πια δεν αλληλεπιδρούν με τον ανθρώπινο παράγοντα και την πραγματικότητα, τον άνθρωπο της γειτονιάς, της διπλανής πόρτας, της απλής και συνάμα δύσκολης ζωής. Τους βαρέθηκα και οι μάσκες τους πια έχουν πέσει στα τάρταρα, στα γκρέμια της χαμένης τους ντροπής.